ΠΩΣ
ΜΑΣ ΕΒΛΕΠΑΝ ΟΙ ΡΩΜΑΙΟΙ ΠΡΙΝ ΑΠΟ 2000 ΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΠΟΥ.
ΤΕΛΙΚΑ, ΤΟΥΣ ΝΙΚΗΣΑΜΕ Η ΟΧΙ;
Στο Σχολείο διδαχτήκαμε, πως οι Έλληνες
νικήσαμε τους στρατιωτικά πανίσχυρους τότε Ρωμαίους κατακτητές μας με όπλα τη
γλώσσα μας και τον πολιτισμό μας. Με την ευκαιρία μιας συζήτησης σχετικά με τη
συμπεριφορά των Ρωμαίων προς τους Έλληνες θέλησα να ψάξω το θέμα περισσότερο,
μήπως βρεθώ πλησιέστερα με την αλήθεια. Σε γενικές γραμμές διαπίστωσα τα εξής:
Η Ρώμη υιοθέτησε πολλούς από τους ελληνικούς
μύθους, αναγνώρισε ελληνικές θεότητες ή τις ταύτισε με τις δικές της. Οι
Ρωμαίοι θαύμαζαν τον Ελληνικό Πολιτισμό των κλασσικών χρόνων, αλλά
περιφρονούσαν τους σύγχρονούς τους Έλληνες. Αυτούς τους αντιμετώπιζαν άλλοτε ως
ανάξιους απογόνους και άλλοτε ως
αλλοτριωμένους υποτελείς. Αυτό δικαιολογείται εν μέρει από το γεγονός, ότι η
κατάκτηση της χώρας μας από τους Ρωμαίους έλαβε χώρα
σε περίοδο παρακμής, αφού προηγουμένως η αυτοκρατορία του Μέγα
Αλέξανδρου είχε διαμελισθεί και οι επίγονοί του για πάνω από έναν αιώνα,
πολεμούσαν συνεχώς μεταξύ τους. Ήμασταν πάλι διχασμένοι.
Οι Ρωμαίοι οικειοποιήθηκαν, ως λεία πολέμου
τα επιτεύγματα του Ελληνικού Πολιτισμού, αφού τα θεωρούσαν ως λάφυρα που
κατέκτησαν με τον πόλεμο, και τα εκμεταλλεύτηκαν τα μέγιστα προς όφελός τους. Η οικειοποίηση αφορούσε σε όλα τα επιτεύγματα
του Ελληνικού Πολιτισμού (πολιτικά,
κοινωνικά, επιστημονικά, και πνευματικά). Παρά ταύτα τους Έλληνες τους φέρονταν με σκληρότητα και
υπεροψία. Οι πιο διάσημοι Ρωμαίοι πνευματικοί ηγέτες έμαθαν και σπούδασαν την
Ελληνική γλώσσα, που τους βοήθησε να κατανοήσουν τις επιστήμες, τη φιλοσοφία
και τις τέχνες των αρχαίων Ελλήνων.
Η Ελληνομάθεια βοήθησε την Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία να επεκταθεί ευκολότερα σε
όλες σχεδόν τις χώρες που είχε
κατακτήσει προηγουμένως ο Μέγας Αλέξανδρος και στις οποίες μιλιόταν η Ελληνική
γλώσσα. Οι πιο διάσημοι Ελληνομαθείς ήταν ο Τίτος Φλαμίνικος, ο νικητής του
Φιλίππου Β, το 198 π.χ., ο Αιμίλιος Παύλος, νικητής του τελευταίου Βασιλιά της
Μακεδονίας, Περσέα (το 168 π.χ.), ο ποιητής Ιουβενάλης, ο Μάρκος Κάτων, ο
Σκιπίων, ο μεγάλος πολιτικός, ρήτορας και συγγραφέας Κικέρων και πολλοί άλλοι. Όλοι αυτοί στην
αρχή ήταν Ελληνολάτρες αλλά και οι κατ’ εξοχήν άρπαγες των Ελληνικών θησαυρών.
Στη συνέχεια όμως μετατράπηκαν σε μισέλληνες και κατήγοροι των συγχρόνων τους
Ελλήνων, παρότι, τουλάχιστον σε κάποια χρονικά διαστήματα, πολλοί Ρωμαίοι
άρχοντες για λόγους επίδειξης επεδίωκαν να έχουν Έλληνες ως συμβούλους,
ακολούθους ή υπηρέτες.
Το γεγονός αυτό της μεταστροφής της ηγετικής
τάξης της Ρώμης κατά των αξιών του
Ελληνικού Πολιτισμού και των Ελλήνων είναι δύσκολο να γίνει σήμερα κατανοητό. Η
αρχή που λέει, πως ο πιο αχάριστος είναι ο ευεργετούμενος, δεν νομίζω πως έχει
εδώ εφαρμογή. Ίσως η αιτία να ήταν η υπεροψία και η αλαζονεία των νικητών. Υπάρχει άρα μεγάλη πιθανότητα να επιβλήθηκε
από το Στρατιωτικό κατεστημένο του Ρωμαϊκού Ιμπεριαλισμού, που άρχισε να αντιλαμβάνεται,
πως η επικοινωνία και η επαφή της κοινωνίας των Ρωμαίων πολιτών με τους Έλληνες
ήταν δυνατόν να διαποτίσει τη ρωμαϊκή κοινωνία με τον τρόπο ζωής και σκέψης των
Ελλήνων, που ήταν αντίθετος προς τα δικά τους ιμπεριαλιστικά σχέδια και
ιδανικά. Φοβόταν πως μια τέτοια πρόσμιξη θα ήταν επικίνδυνη και θα είχε
διαβρωτικό αποτέλεσμα στην κοινωνία και στην πανίσχυρη πολεμική μηχανή τους.
Έπρεπε λοιπόν να αναπτυχθεί ένας επιθετικός μισελληνισμός για να σταματήσει η
προώθηση της ανθρωπιστικής ελληνικής παιδείας, οι συνήθειες και ο τρόπος ζωής
των Ελλήνων. Οι Ρωμαίοι ήταν πολεμοχαρείς, ανέπτυξαν μια τεράστια στρατιωτική
μηχανή με την οποία επέκτειναν τα όρια της Αυτοκρατορίας τους, αρέσκονταν
περισσότερο στα όπλα και στις μάχες, διασκέδαζαν περισσότερο στην αρένα με τις
μονομαχίες και τους σκοτωμούς, παρά να ασχολούνται με τις φιλοσοφίες, με τα
θέατρα και τα τραγούδια των Ελλήνων. Έπρεπε λοιπόν να βρεθεί τρόπος ώστε να
καταπολεμηθεί κάθε ανθρώπινο ιδεώδες, (άρα Ελληνικό).
Με τον τρόπο αυτό επιβλήθηκε η μεταστροφή
της συμπεριφοράς των διάσημων Ελληνοαναθρεμμένων Ρωμαίων πολιτών στους οποίους πιθανότατα
απαγορεύτηκε να ομιλούν υπέρ των ελλήνων και αντίθετα τους υποδείχτηκε να προπαγανδίζουν υπέρ των αξιών της Ρώμης. Είναι
βέβαια περίεργο πώς οι διάσημοι αυτοί άνδρες ήταν δυνατόν να αποδεχθούν τέτοιες
πιέσεις και να υποκύψουν στη θέληση της στρατιωτικής Ελίτ. Όμως ήταν και αυτοί Ρωμαίοι
πολίτες και προφανώς δεν ήθελαν να έρθουν αντιμέτωποι με την κυρίαρχη στρατιωτική
νοοτροπία της εποχής τους. Ίσως μάλιστα να ήθελαν να διαφυλάξουν τη φήμη τους
με σκοπό να κατορθώσουν να αναρριχηθούν σε ανώτερα πολιτικά αξιώματα, τα οποία
οι περισσότεροι επεδίωκαν και πολλοί από αυτούς τα κατέκτησαν. Υπάρχουν όμως
και ενδείξεις πως αντιμετώπιζαν και τον κίνδυνο να χαρακτηριστούν προδότες και
η ανυπακοή τους να θεωρηθεί αντεθνική. Είναι πάντως γεγονός πως πολλοί από αυτούς, όπως π.χ. ο Κικέρων, ο Σκιπίων
και άλλοι, ζούσαν κρυφά το ελληνικό μεγαλείο, στα φανερά όμως κήρυτταν τον
μισελληνισμό. Ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα αποδεικνύουν τη συμπεριφορά τους αυτή. Ο Μάρκος Κάτων είπε
πως τα Ελληνικά γράμματα είναι μίασμα για τις ψυχές και απειλή για το καθεστώς.
Ο ίδιος πίεσε τη Σύγκλητο και την ανάγκασε να διώξει από τη Ρώμη μια Αθηναϊκή
πρεσβεία τριών Ελλήνων (αποτελούμενη από τους Κορνεάδη, Κριτόλαιο και Διογένη), με τη δικαιολογία πως
τα λόγια τους και η πνευματική τους ακτινοβολία κατενθουσιάζουν τη Ρωμαϊκή
νεολαία. Στον γιο του, Μάρκο, έλεγε: «Παιδί μου, καλή είναι μια γεύση από τα
ελληνικά γράμματα, αλλά δεν χρειάζεται
να εμβαθύνεις. Οι Έλληνες είναι φυλή διεστραμμένη και δυσάγωγη. Αυτό να
το δεχτείς σαν χρησμό. Κάθε φορά που αυτό το έθνος προσφέρει τα φώτα του
διαφθείρει τα πάντα». Ο στρατοκράτης
Γάιος Μάριος είχε πει: «Είναι γελοίο να διδάσκεται κανείς από υπόδουλους». Ο
ποιητής Οράτιος που τροφοδότησε το ποιητικό του έργο με θέματα από την ελληνική
μυθολογία και λεηλάτησε τον Πίνδαρο, τον Καλλίμαχο, τον Ανακρέοντα, τον Αλκαίο,
τη Σαπφώ και άλλους, έλεγε: «Εγώ που γεννήθηκα σ’ αυτή την πλευρά της θάλασσας
(εννοούσε στην Ιταλία), έγραφα κάποτε
στίχους στα ελληνικά. Αλλά μια νύχτα
φανερώθηκε στον ύπνο μου ο Ρωμύλος και μου το απαγόρευσε λέγοντάς μου: Είναι
τρελλό να κουβαλάς ξύλα στο δάσος, μοιάζει να πυκνώνεις τα στίφη των Ελλήνων».
Ο Ιωβενάλης, σατυρικός ποιητής, δίνει μια αποτρόπαιη προσωπογραφία του Έλληνα.
«Θεωρώ τον Έλληνα πονηρό και καταφερτζή, άφθαστο στην κολακεία και στην
υποκριτική. Οι έλληνας είναι ένας θεατρίνος από κούνια, δεν έχει ιερό και όσιο.
Ανήθικοι και μεγάλοι ψεύτες οι Έλληνες». Είναι αυτός που έφθασε να λέει πως η Pax-Romana, έκανε κακό στη Ρώμη, επειδή στη διάρκειά της είχαν μειωθεί οι
πολεμικές επιχειρήσεις. Ο ίδιος αναφέρει ως επαίσχυντο ψεύδος των Ελλήνων τη
διάνοιξη από τον Ξέρξη του ισθμού στην αρχή της χερσονήσου του Άθω το 481 π.χ.
(στην περιοχή των σημερινών Νεων Ρόδων
και της Ιερισσού). «Αναίσχυντες ιστορίες των Ελλήνων ψευταράδων», είχε πει γι’
αυτό το θέμα. Ο φιλορωμαίος Πολύβιος είπε: «Η πενία είναι φυσική αιώνια
κατάσταση στην Ελλάδα. Οι έλληνες περνούν τον καιρό τους με κενοδοξίες,
ανώμαλες και παράξενες σοφιστείες». Άφησα τελευταίο τον Κικέρωνα. Ο
χαρισματικός αυτός ηγέτης, ο λαμπρός ρήτορας και διάσημος συγγραφέας, ήταν πνευματικά
Ελληνοαναθρεμμένος. Θαύμαζε τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Είχε πει: «Αν ο
Δίας μιλούσε, θα διαλεγόταν σε πλατωνική
γλώσσα. Για τον Αριστοτέλη είπε πως ήταν ένα ποτάμι που κυλάει ασταμάτητα και
αλάνθαστα». Έγραφε στον αδελφό του, Κύιντο, ανθύπατο στη Μικρά Ασία: «Δεν θα
εντραπώ να το πω.., αυτά που κατορθώσαμε τα χρωστάμε στα πνευματικά
δημιουργήματα των Ελληνικών Επιστημών που μεταδόθηκαν σε μας με τα έργα τους
και τα διδάγματά τους». Και όμως ο Κικέρων ήταν ένας από τους μισέλληνες
επιφανείς Ρωμαίους, ήταν αυτός που πρώτος χρησιμοποίησε το χλευαστικό και
καταφρονητικό επωνύμιο Γραικύλος, που παραμένει ως σήμερα. Εξηγώντας ο ίδιος τη
σημασία του όρου λέει πως σημαίνει «άτομο εξαχρειωμένο, ανήθικο, γελοίο, νωθρό,
απωθητικό, ανάξιο. Οι έλληνες είναι απατεώνες, δειλοί, ψευδολόγοι, φαφλατάδες,
επιπόλαιοι, τεμπέληδες, φαγάδες, πιοτήδες,
ελαφρόμυαλοι και χαροκόποι». Θεωρούσε τους συγχρόνους του Έλληνες εκφυλισμένους.
Όλα αυτά τα παραπάνω επίθετα μας στόλισαν αυτοί που καταλήστεψαν ολόκληρη την
ελληνική επικράτεια φορτώνοντας καραβιές με τα έργα των ελλήνων καλλιτεχνών και
με τους ανεκτίμητους θησαυρούς των ελληνικών πόλεων. Όλο το χρυσάφι περιήλθε
στα χέρια τους. Με ελληνικά αγάλματα στόλισαν τη Ρώμη και τις πολυτελείς
ιδιωτικές επαύλεις τους. Το πιο χειρότερο ήταν πώς αυτή τη λεηλασία την
θεωρούσαν δικαίωμά τους. Γι’ αυτούς τα κλεμμένα ήταν πολεμικά λάφυρα. Στη διάρκεια αυτής της μεγάλης
ανθελληνικής περιόδου ρίχτηκαν στην πυρά τα έργα των Πυθαγορείων με απόφαση της
Συγκλήτου το 181 π.χ. Ήταν η πρώτη φορά που ο γραπτός λόγος αντιμετώπισε
τέτοιον εξοντωτικό διωγμό. Ο επόμενος συνέβη το 529 μ.χ. στο Βυζάντιο.
Ο κατάλογος των ρωμαίων, που μίλησαν με περιφρονητικά
λόγια για τους Έλληνες δεν τελειώνει εδώ, όπως δεν τελειώνουν και τα κοσμητικά
επίθετα με τα οποία μας στόλισαν. Δυστυχώς ακόμα και οι σύγχρονοί μας ξένοι
λένε περίπου τα ίδια για μας. Όσοι όμως από αυτούς μελετούν την Ελληνική
Ιστορία συμφωνούν με τον Κικέρωνα και τους ομοίους του. Οι αρχαίοι μας είναι
ακόμα αξεπέραστοι και αναντικατάστατοι και πως δεν μπορεί κανένας να διαγράψει
την πρόοδο εκείνων χωρίς να διακινδυνεύσει τα θεμέλια της παγκόσμιας Επιστήμης,
φιλοσοφίας και Δημοκρατίας. Είναι βαριά, ασήκωτη είναι η κληρονομιά μας και δεν
τη σηκώνουμε. Και ποιος φταίει, αν δεν φταίμε εμείς οι ίδιοι; Και ποιοι είναι ο
λόγοι; Δυστυχώς κληρονομήσαμε και ένα
από τα χειρότερα χούγια των αρχαίων, τη διχόνοια που μας ακολουθεί από τότε. Και παρά την προτροπή
του Εθνικού μας ποιητή, που μας λέει: «Η διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η
δολερή, καθενός χαμογελάει, ¨Πάρτο¨, λέγοντας κι σύ» , και, «Κειό το σκήπτρο
που σας δείχνει έχει αλήθεια ωραία θωριά, μην το πιάστε, γιατί ρίχνει εισέ
δάκρυα θλιβερά», εμείς συνεχίζουμε το ίδιο βιολί, αποδεικνύοντας μ’ αυτή τη
θλιβερή συμπεριφορά μας, πως είμαστε πράγματι απόγονοι εκείνων, αφού τους
μοιάσαμε σε ένα από τα χειρότερα γνωρίσματά
τους, στη διχόνοια. Κάνουμε εντελώς
το αντίθετο από εκείνο που θα έπρεπε. Ρίχνουμε νερό στο μύλο των κατηγόρων μας,
αντί να «αγκαλιαστούμε σαν αδέρφια γκαρδιακά» και έτσι να τους διαψεύσουμε και να δείξουμε τις
μεγάλες δυνατότητες που έχουμε όταν είμαστε ενωμένοι. Πρόσφατα διάβασα σε
εφημερίδα εντελώς τυχαία, αυτά που είπε για μας τους σύγχρονους Έλληνες, ένας
ξένος ερευνητής και διανοούμενος, απόφοιτος Αμερικανικού Πανεπιστημίου. Είπε
πως ακόμα οι Έλληνες πιστεύουμε, ότι στα μάτια των ξένων εκείνο που αξίζει
είναι το παρελθόν μας. Αυτό όμως είναι μεγάλο λάθος μας, που δεν μας αφήνει να
πάμε μπροστά. Διαπιστώνω μάλιστα από προσωπικές εμπειρίες, συνεχίζει, πως οι Έλληνες έχουμε τα φόντα και τα
χαρίσματα να είμαστε υπερήφανοι για τον εαυτό μας. Εκείνο που μας λείπει,
συμπληρώνει, είναι να μάθουμε να δουλεύουμε με ομαδικό πνεύμα. Οι ξένοι,
λοιπόν, ανακαλύπτουν, αυτό που είναι αυτονόητο, αυτό που έπρεπε να το
ανακαλύψουμε από μόνοι μας. Είναι αυτό που καθημερινά ανακαλύπτουν και
βεβαιώνουν οι ξένοι όταν συνεργάζονται με Έλληνες Επιστήμονες, νέους και
μεγαλύτερους, στα πέρατα της γης. Εμπιστευόμαστε την κρίση τους για τους
αρχαίους μας και όχι τα καλά τους λόγια για μας τους ίδιους; Κατά την ταπεινή
μου γνώμη, έχουμε ανάγκη να αποκτήσουμε
εμπιστοσύνη στις δικές μας πνευματικές ικανότητες, αρκεί να αποφασίσουμε
να συνεργαζόμαστε με ομοψυχία και παραδοχή της γνώμης του άλλου. Μόνο η ομαδική
εργασία αποδίδει σήμερα. Αυτό γίνεται και ισχύει σήμερα σε όλους τους
επιστημονικούς τομείς. Οι μοναδικοί «λύκοι» δεν επιζούν πια πουθενά στον κόσμο.
Θα ήθελα να θίξω ένα ακόμα θέμα. Πολλοί
υποστηρίζουν, πως δεν είναι σωστό να διατυμπανίζουμε τα μειονεκτήματά μας και
όσα μας καταμαρτυρούν οι ξένοι. Έχω αντίθετη γνώμη. Κατ’ αρχήν αυτά δεν
κρύβονται, οι ξένοι τα βλέπουν και τα γνωρίζουν. Υποστηρίζω λοιπόν το αντίθετο, πως όχι μόνο πρέπει
να τα λέμε, αλλά πρέπει να τα μελετούμε, και από τη μελέτη τους να βρίσκουμε ποιο από
αυτά, που είπαν για μας ήταν ψέμα και ποιο ήταν αλήθεια, να βρίσκουμε ποιο ήταν
αυτό που έφταιξε και ποιο μας έβλαψε, ώστε να μην το επαναλαμβάνουμε. Έτσι θα βρούμε
τη θεραπεία των ελαττωμάτων μας. Αν κρύβουμε τα χούγια μας δεν θα τα
διορθώσουμε ποτέ. Δυστυχώς η πικρή
αλήθεια είναι, πως τα περισσότερα από τα
κακά που μας απέδιδαν οι Ρωμαίοι είναι αληθινά. Θα αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα που αναφέρει ο Πλούταρχος. Μιλώντας στα Ίσθμια προς Έλληνες ο ύπατος
Τίτος Φλαμινίνος προπαγάνδιζε, πως οι Ρωμαίοι πολέμησαν για να ελευθερώσουν
τους Έλληνες από τον Μακεδονικό ζυγό!! «Τα λόγια αυτά προκάλεσαν παραλήρημα
ενθουσιασμού στους Έλληνες ακροατές και οι κραυγές τους ακούγονταν ως τη
θάλασσα. Όλοι χαιρετούσαν όρθιοι και επευφημούσαν «τον σωτήρα της Ελλάδας και
πρόμαχον». Δεν δείχνει αυτό, υποτέλεια, δειλία και εναγκαλισμό του στιγμιαίου
συμφέροντος; Δεν βρέθηκε ούτε ένας να ορθώσει το ανάστημά του και να πει πως οι
Μακεδόνες είναι Έλληνες που πήγαν την Ελλάδα στα πέρατα του κόσμου. Μόνο οι
Αιτωλοί, αργότερα, ελεεινολογούσαν τους Έλληνες που δέχτηκαν «ζυγό βαρύτερο και
καλογυαλισμένο» και ήταν ευχαριστημένοι και θεωρούσαν τον Τίτο ευεργέτη τους!
Τι, έκανε όμως ο Ρωμαίος στρατηγός; «έλυσε τον χαλκά από το πόδι της Ελλάδας
και τον έδεσε στο λαιμό της». Το
παράδειγμα δείχνει και ένα από τα άλλα
τρωτά που έχουμε, τη ξενομανία. Γιατί μας διακρίνει και αυτό το κουσούρι.
Ασπαζόμαστε με μεγάλη ευκολία, ο,τιδήποτε είναι ξένο, ενώ από τους ξένους πρέπει
να παίρνουμε ό,τι είναι ωφέλιμο και ταιριάζει
σε μας και όχι μόνο επειδή είναι ξένο. Να μιμούμαστε μόνο τα καλά
των ξένων και όχι να ακολουθούμε τυφλά τις δικές τους συνήθειες και
συμπεριφορές.
Θα
προσπαθήσω τώρα με δυο μόνο λόγια να απαντήσω στο ερώτημα, αν νικήσαμε ή όχι
τους Ρωμαίους κατακτητές μας. Κατ’ αρχήν πρέπει να τονίσω για άλλη μια φορά,
πως υποταχθήκαμε στους Ρωμαίους γιατί μας βρήκαν διχασμένους. Εκείνοι
εκμεταλλεύθηκαν τη γλώσσα και τον Πολιτισμό μας και εμείς δεν το αφήσαμε αυτό
να πάει χαμένο. Λόγω της φτώχεια μας προσαρμοστήκαμε στις απαιτήσεις τους, τους
υπηρετήσαμε ως σύμβουλοι και ως δούλοι. Άθελά τους έγιναν, έστω μέσω των αρχαίων
μας, σκλάβοι δικοί μας. Αλλά η διάβρωση του σιδερόφρακτου πανίσχυρου κράτους
τους δεν ήταν δυνατόν να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Όπως όμως όλες οι αυτοκρατορίες, αλλά και οι πολιτισμοί,
κάποτε καταρρέουν και παρακμάζουν, έτσι και η λάμψη της αυτοκρατορίας τους έσβησε,
τελικά ολοσχερώς, όταν διαλύθηκε η Δυτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία (το 480 μ.χ.)
και ανέτειλε στην Ανατολή η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία αναμφισβήτητα ήταν Ελληνική αλλά και Χριστιανική
και η οποία διατηρήθηκε πάνω από χίλια χρόνια. Αν η νίκη ήταν μόνο της
Ελληνικής γλώσσας και του Ελληνικού Πολιτισμού, δεν είμαι σε θέση να το κρίνω, γιατί
στο μεταξύ επεκράτησε ο Χριστιανισμός, ο οποίος κι αυτός διαδόθηκε και
εδραιώθηκε χάρις στην Ελληνική γλώσσα, αλλά δυστυχώς καταπολέμησε και έβλαψε
τον αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό. Τελικά πιστεύω, πως η Ελληνική γλώσσα και ο
Ελληνικός Πολιτισμός, έστω και αργά, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ήττα και
εξαφάνιση της Ρωμαϊκής υπεροψίας. Η
τελική κρίση αφήνεται σε σας.
Γ.Αθ.Δ.
6/02/2015