Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Το Φθινόπωρο τότε


Το Φθινόπωρο τότε.
 Γεωργίου Αθ. Δαλαμάγκα. Γιατρού Καρδιολόγου.

          Καλώς ήρθε το παλικάρι μου, με καλωσόρισε καταχαρούμενη η μάνα μου, μόλις με είδε να δρασκελίζω το σκαλοπάτι της εισόδου της αυλής μας φορτωμένος με τ’ άπλυτά μου. Άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά της και μ’ έσφιξε με λαχτάρα. Δευτερόλεπτα πριν με είχε υποδεχτεί με χαρούμενα γαβγισματάκια, κουνήματα και γλειψίματα ο Λέων, που τώρα στριφογύριζε  χαρούμενος γύρω μας, κουνώντας συνεχώς πέρα δώθε την ουρά του και κάνοντας και κάποια σάλτα πάνω μας, να γίνει κι εκείνος ένα μαζί μας, όσο εγώ και η μάνα μου στεκόμασταν αγκαλιασμένοι.
            Ήταν απόγευμα Σαββάτου στις αρχές Οκτωβρίου του έτους 195., που για πρώτη φορά επέστρεφα στο σπίτι, ένα μήνα περίπου από τότε που είχα πάει στη Βάλτα για να παρακολουθήσω τα μαθήματα της Πρώτης Γυμνασίου. Περίμενα πως θα είχαν αλλάξει πολλά από τότε που είχα φύγει, αλλά δεν ήταν πολλά ή μάλλον ήταν τα συνηθισμένα που κάθε Φθινόπωρο συνέβαιναν και τα προηγούμενα χρόνια. Σε μένα φάνηκαν πολλά.
            Η αυλή μας είχε αρχίσει να χορταριάζει στις άκρες της  και τα φύλλα της κληματαριάς μας καστανοκίτρινα, μαραμένα και νεκρά,  είχαν πέσει κάτω και κάλυπταν ολόκληρη την επιφάνεια της αυλής, που σκίαζαν στους καλοκαιρινούς μήνες. Η ροδιά μας στη γωνία είχε γίνει μια νυφούλα με τα ολοκίτρινα φύλλα της που δεν ήθελε ακόμα να τα αποχωριστεί. Μόνο η μουσμουλιά δεν είχε πάρει είδηση για τον ερχομό του χειμώνα και διατηρούσε ακόμα καταπράσινα τα φύλλα της και κατακίτρινους τους στυφούς καρπούς της.
            Μ’ άρεσε πολύ τότε το Φθινόπωρο, χωρίς να εξετάσω ποτέ τους λόγους που συνέβαινε αυτό. Τώρα που το σκέπτομαι, βρίσκω μερικούς απ’ αυτούς.
            Είχαν τελειώσει οι πολλές και δύσκολες δουλειές του καλοκαιριού. Όλες οι σοδειές μας βρίσκονταν στις αποθήκες. Σε κάποια δωμάτια  βουνό ήταν το σιτάρι και ένα-δυο καρπούζια ή πεπόνια επέπλεαν στο σωρό του. Η βρώμη, το κριθάρι, το καλαμπόκι και το σουσάμι, χύμα κάτω στο δάπεδο ή στα τσουβάλια είχαν σωρευτεί στην αποθήκη, στο κατώι ή στην καλύβα μας. Το άχυρο είχε αποθηκευτεί στο βάθος της καλύβας, να ’χουν να φάνε τα ζώα μας, ενώ στους μπροστινούς χώρους της, ήταν έτοιμα και τα παχνιά τους. Εκεί θα ξεχειμώνιαζαν, εκεί θα ξεκουράζονταν και θα ανταμείβονταν κι αυτά για  τους κόπους τους. Το κρασί στο κατώι έβραζε μέσα στα βαρέλια, ωριμάζοντας και το τσίπουρο θα γέμιζε σε λίγο τις γυάλινες νταμιτζάνες μας. Το λάδι, όσο δεν είχε ξοδευτεί, ήταν μέσα στα κιούπια και οι τρούφες ελιές στα καδιά τους. Το τυρί καλυμμένο από το γάρο ωρίμαζε μέσα στους γαλβανισμένους τενεκέδες. Το μέλι, ανθόμελο, πευκόμελο ή σουσσουρίσιο ήταν μέσα σε δοχεία έτοιμο για κατανάλωση ή πώληση. Βάζα γεμάτα με ρετσέλια, γλυκά και μαρμελάδες γέμιζαν τα ράφια και τα ντουλάπια του σπιτιού μας. Αρμαθιές από κρεμμύδια κι από σκόρδα κρέμονταν στους τοίχους του κατωγιού και της αποθήκης.  Τα ρόδια και τα κυδώνια μέσα σε πανέρια ή σε καλαθάκια στόλιζαν τα τραπέζια ή δεμένα κι αυτά σε αρμαθιές κοσμούσαν τους τοίχους ή τα ταβάνια του μικρού σαλονιού και των δωματίων.
            Ολόκληρος ο κόπος της χρονιάς ήταν συμμαζεμένος μέσα το σπίτι μας για να βοηθήσει την οικογένεια να ξεχειμωνιάσει αυτάρκης σε αγαθά.
            Ένας άλλος λόγος για τον οποίο μου άρεσε τότε το Φθινόπωρο, που τώρα τον σκέπτομαι, πρέπει να ήταν και η ηρεμία και η χαλάρωση που έβλεπα στο φέρσιμο του πατέρα μου. Ολόκληρο τον χρόνο ο άνθρωπος δεν ησύχαζε καθόλου. Πήγαινε από τη μια δουλειά στην άλλη, ξυπνούσε από τα χαράματα και επέστρεφε κατάκοπος νύχτα. Τον έβλεπα να είναι πάντοτε σκεπτικός, κουρασμένος και συχνά ανήσυχος. Είχε τόσα πολλά στο κεφάλι του, που δεν περνούσαν τότε απ’ το δικό μου μυαλό.  Χαιρόμουν λοιπόν που τον έβλεπα να μην ξυπνάει απ’ τα χαράματα το Φθινόπωρο, αφού τον πρόφταινα να πλένεται και να χτενίζεται, να παίρνει το πρωινό του και να φεύγει για τη δουλειά χωρίς βιασύνη. Ούτε αργούσε το βράδυ να επιστρέψει. Με τον ήλιο επέστρεφε και αισθανόμουν την ικανοποίηση που ένιωθε απ’ τη δουλειά του. Μάλιστα ένα βράδυ μου είπε: «Να ήσουν σήμερα στο χωράφι να νιώσεις τη μοσχοβολιά της χωματίλας της γης μας, καθώς την όργωνα με τ’ αλέτρι και να μυρίσεις την ευωδιά του πεύκου που έφθανε απ’ το δάσος!», μου είπε χωρίς να τον ρωτήσω τίποτε εγώ. Ήταν η εποχή που ετοίμαζε τα χωράφια για το σπαρμό των σιτηρών. Πού να ανοίξει το στόμα του να σου πει κάτι τέτοιο σε άλλη εποχή! Την άνοιξη, για παράδειγμα, οι ευωδιές έξω στη φύση είναι άσωτες και διάσπαρτες παντού, αλλά τότε εκείνος δεν είχε μυαλό για τέτοια, άλλοι απολάμβαναν τα καλά της άνοιξης. Εκείνος είχε άλλες σκοτούρες, αφού ερχόταν το καλοκαίρι, η εποχή της συγκομιδής των κόπων του και πολλές διαδικασίες βρισκόταν στο δρόμο τους. Εξάλλου την άνοιξη ο καθένας οσμίζεται το άρωμα των λουλουδιών από το ξύπνημα της φύσης. Εκείνος, ο γεωργός, ο πραγματικός καλλιεργητής, ήταν ίσως από τους λίγους που μπορούσε να αφουγκράζεται τις μυστικές μυρωδιές της γης στην προετοιμασία της για την αλλαγή της εποχής.    
            Κι αν δεν ήταν καλή η σοδειά της χρονιάς; Δεν τον είδα ποτέ να απελπίζεται. Αντίθετα τον άκουσα να λέει «έχει ο θεός. Έχουμε τη νέα παραγωγή του λαδιού κι έχουμε και το «γέννου» των κατσικιών και το γάλα των μανάδων του, θα έχουμε κάτι να παίρνουμε κι απ’ αυτά. Του χρόνου μπορεί να είναι όλα καλύτερα, όλες οι χρονιές δεν είναι ίδιες και δόξα στο Θεό να λέμε», συμπλήρωνε.
            Όλα, λοιπόν, ήταν χαλαρά κι ευχάριστα το Φθινόπωρο. Και στην περίπτωση που δεν ήταν έτσι, οι άνθρωποι έδιναν τις λύσεις με την υπομονή και την ελπίδα και στηρίζονταν στη θέλησή τους και στην πίστη τους στις δικές τους δυνάμεις, όπως και στη βοήθεια που περίμεναν από το Θεό.
            Αφού όλα ήταν τακτοποιημένα και οι ψυχές ήρεμες, ήταν καιρός για λίγο μεγαλύτερη χαλάρωση και για κουτσομπολιό.  Ήταν η εποχή για τα νυχτέρια. Σε κάθε γειτονιά μια από τις νοικοκυρές μόλις σουρούπωνε, άναβε στην αυλή της μια μεγάλη φωτιά. Φεγγοβολούσε όλη η γειτονιά από τις δυνατές φλόγες που έδιναν οι «σχίζες» του δαδιού. Έτρεχαν τότε, το ένα μετά το άλλο, όλα σχεδόν τα ενήλικα μέλη της οικογένειας και των γειτόνων επίσης και με το σκαμνάκι τους έπαιρναν θέση γύρω απ’ τη φωτιά.  Οι γυναίκες έφερναν μαζί τους το εργόχειρό τους, το πλεκτό, το αδράχτι και τη ρόκα τους. Οι άνδρες έφερναν μαζί τους τη διάθεσή τους για το καλαμπούρι και το χωρατό, εκτός αν υπήρχε κάποιος φιλομαθής, οπότε θα έφερνε κάποιο απόκομμα παλιάς εφημερίδας και θα προσπαθούσε να διαβάσει τα «νέα», που ήταν βέβαια παλιά. Σε λίγο όμως την προσοχή όλων αποσπούσε η πρωτοβουλία μιας συνήθως γεροντότερης γυναίκας, «της μάνας»  που έπαιρνε το λόγο και έλεγε:  «Κούρμαχος και κουρμαχίνα έχουν ή είχαν πέντε κουρμαχάκια. Ποιος ήταν;», ρωτούσε. Και τότε ο καθένας προσπαθούσε να βρει ποια ήταν η οικογένεια που είχε πέντε παιδιά, αφού διευκρινιζόταν, ύστερα από ερωτήσεις, πόσα απ’ τα κουρμαχάκια ήταν αρσενικά και πόσα θηλυκά. Όταν κάποιος εύρισκε ποια ήταν η οικογένεια, το λόγο έπαιρνε άλλος ή άλλη για να θέσει με τον ίδιο τρόπο την ερώτηση για άλλη οικογένεια. Και το γαϊτανάκι αυτό συνεχιζόταν κάμποση ώρα ή μπορεί και προσωρινά να διακοπτόταν, γιατί έδινε την αφορμή σε κάποιον να θυμηθεί και άρα να διηγηθεί ένα πραγματικό ή γνωστό από διαδόσεις γεγονός, (πάθημα, ιστορία κ.λ.π.), που είχε σχέση με την «κουρμαχική» οικογένεια, την οποία έκρυβε το ερώτημα της «μάνας».  Έτσι από το κούρμαχος και κουρμαχίνα, τα αινίγματα, γιατί έλεγαν και τέτοια, τα αστεία και τα καλαμπούρια περνούσαν ευχάριστα την ώρα τους ως τα μεσάνυχτα περίπου.  Καλοδεχούμενο ήταν ακόμα και κάποιο αθώο και ακίνδυνο, κατά κανόνα, πετροβόλημα από νεαρούς, συνήθως από άλλη γειτονιά, που επέστρεφαν από το ψάρεμα με το πεζόβολο ή από την επιδρομή τους σε κάποιον ατρύγητο κήπο απ’ όπου είχαν κλέψει ρόδια ή κυδώνια. Με όποιον τρόπο πάντως κι αν τελείωνε το βράδυ, το πρωί όλοι θα πήγαιναν στις δουλειές τους και το νυχτέρι οπωσδήποτε θα επαναλαμβανόταν το βράδυ.
            Αναπολώ τα χρόνια εκείνα και συγκρίνω την απλή ζωή που βίωναν οι άνθρωποι τότε και τη συγκρίνω με τη δική μας ζωή και νοοτροπία που έχουμε στην αντιμετώπιση των προβλημάτων μας, που οπωσδήποτε είναι πολύ μικρότερα τώρα, αλλά που εμείς τα αντιμετωπίζουμε πολύ διαφορετικά από τους ανθρώπους εκείνης της εποχής, που δεν είχαν ζήσει ποτέ τον υλικό πλούτο, αλλά οι καρδιές τους έκρυβαν μέσα τους πλούτο ψυχής.  «Εκείνοι ήταν φτωχοί πλούσιοι κι εμείς είμαστε πλούσιοι φτωχοί», γράφει στο βιβλίο του «Το Πολύχρονο», ο Γεώργιος Β. Καιάφας.



                                                      31-01-2016.