Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Η Εικονική αλήθεια.


Τι βλέπουνε τα μάτια μου και τι ακούν τα αυτιά μου;
Μου είναι αδύνατον όλα να τα πιστέψω.
Κι ακόμα ακούω και βλέπω  μια χαρά.

Κι αν πίστευα  σ’ αυτά που βλέπω και  ακούω, 
πρέπει να αμφιβάλλω, αν σωστά και δίκαια
συνέβηκαν. Γιατί κατά πως λένε:

Την αλήθεια την κρύβουν με  υπονοούμενα,
με υποκρισία  καλύπτουν τη σκοπιμότητα
και με έωλα επιχειρήματα το συμφέρον τους.

Χωρίς αμφιβολία έχουν τα μέσα και τους τρόπους
αυτά να τα πετύχουν.

Τη φωνή και την εικόνα σου εύκολα μπορούνε να αλλοιώσουν..
Την μια  φωνή  μπορούν να  την  ντουμπλάρουν.
Την εικόνα την παλιά, ως νέα την πασάρουν
και τη φωτογραφία σου μπορούν να ρετουσάρουν.

Ό,τι  βλέπεις και ό,τι ακούς τυφλά μην το πιστεύεις,
αν πρώτα δε σιγουρευτείς
πως είναι γνήσιο κι όχι νοθευμένο.

Πείτε μου δύσπιστο, πείτε μου άπιστο Θωμά,
μα πρώτα  αποδείξτε μου πως είναι όλα αληθινά
κι όχι παραλλαγμένα.


                                                                Θες/νικη 16-11-02

Ο ΧΑΛΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΑΣΣΑΝΔΡΑΣ.


 Γεωργίου Αθ. Δαλαμάγκα.
                Ο όρος αυτός αναφέρεται στο Χαλασμό που έγινε στα χωριά της Χερσονήσου της Κασσάνδρας  από τους Τούρκους το 1821. Η λέξη Χαλασμός περιγράφει στην κυριολεξία τα τραγικά γεγονότα που συνέβηκαν τότε στην Κασσάνδρα και για το λόγο αυτό καθιερώθηκε από την παράδοση και δεν αλλοιώθηκε από την ιστορία. Για παρόμοια νεότερα γεγονότα χρησιμοποιήθηκε ο όρος ολοκαύτωμα. Ο Χαλασμός της Κασσάνδρας (λέγεται και μεγάλος Χαλασμός) σημαίνει την ανελέητη σφαγή των κατοίκων της Κασσάνδρας, την κλοπή και την αρπαγή των  περιουσιών τους, τον εξανδραποδισμό μεγάλου αριθμού γυναικών και νεαρών παιδιών, την πυρπόληση εκκλησιών, το κάψιμο των σπιτιών και τη λεηλασία και την καταστροφή όλων των μετοχιών της χερσονήσου.
                Τα άγρια ένστικτα και η  καταστροφική μανία του εχθρού εκδηλώθηκαν ύστερα από την ήττα των λίγων Ηρωικών Κασσανδρινών, που πάνω από πέντε  μήνες αμύνονταν σθεναρά στον ισθμό της σημερινής Ποτίδαιας. Εκεί, πίσω από τα κατάλοιπα των τειχών της αρχαίας Ποτίδαιας, οχυρώθηκαν 300-400 Κασσανδρινοί αγωνιστές και ως άλλοι Σπαρτιάτες μετέτρεψαν τα στενά σε Θερμοπύλες και πολέμησαν για του Χριστού την πίστη την αγία και την ελευθερία. Είχαν λίγα μέσα στη διάθεσή τους και ελάχιστη βοήθεια από την υπόλοιπη επαναστατημένη Ελλάδα και όμως το ηθικό τους παρέμεινε ακμαίο ως την τελευταία στιγμή και δεν θα έχαναν τον αγώνα, αν ο εχθρός δεν κατάφερνε να τους περικυκλώσει, περνώντας πίσω από τη γραμμή της άμυνάς τους,  χρησιμοποιώντας το στενότερο και αβαθέστερο σημείο του θαλάσσιου περάσματος, ίσως μετά από προδοτική ενέργεια. Το θαλάσσιο αυτό πέρασμα ένωνε το Θερμαϊκό κόλπο με τον  Τορωναίο  κόλπο. Στην πραγματικότητα ήταν ένα  μεγάλο χαντάκι που το έσκαψαν με τα ίδια τους τα χέρια οι Κασσανδρινοί μαχητές λίγες μέρες ύστερα από την μάχη των Βασιλικών,  (στις δεκατρείς Ιουνίου του 1821), όπου νικήθηκαν οι Χαλκιδικιώτες που είχαν  επαναστατήσει από τις 17 Μαΐου του ίδιου χρόνου. Στην μάχη εκείνη έπεσαν μαχόμενοι  ηρωικά ο Καπετάν Χάψας (ως άλλος Λεωνίδας ή Αθ, Διάκος) και τα παλικάρια του.  Ύστερα από αυτό οι μαχητές που διασώθηκαν, όπως και πλήθος από γυναικόπαιδα υποχώρησαν και πήγαν στην Κασσάνδρα. Οι πρόκριτοι και οι καπεταναίοι (οι Ιωάννης Χατζηχριστοδούλου, ο Αναγνώστης Γεωργίου, ο Δ. Ιωάννου, ο Μιχαλάκης, ο καπ. Μανώλης Ιωάννου, ο καπ. Γ. Καμπούρης, ο καπ.Ι. Γεωργίου,   ο καπ.  Κ. Καρατάσιος, ο καπ.  Αθ. Κάψας,  και άλλοι) προέβλεψαν πως ο Μπαϊράμ  πασάς με το πολυάριθμο ασκέρι του  θα επιτίθονταν και στην Κασσάνδρα. Και για το λόγο αυτό έσκαψαν το χαντάκι  για να  αποτελέσει ένα σοβαρό εμπόδιο στις επιθέσεις του εχθρού. Η αργοπορία των Τούρκων, οι οποίοι ασχολήθηκαν για κάμποσες μέρες με τις λεηλασίες, τους διωγμούς και τις πυρπολήσεις όλων των χωριών της Χαλκιδικής, τους έδωσε το χρόνο να προφτάσουν να ανοίξουν το χαντάκι, όπως το είχαν σχεδιάσει και αποφασίσει.  Πράγματι εκεί αντιμετώπισαν με μεγάλη γενναιότητα και αυταπάρνηση όλες τις επιθέσεις του εχθρού και άντεξαν έως τις δεκατέσσερις του Νοεμβρίου, οπότε έπεσε απέναντι στα πολυάριθμα και άγρια στίφη του εχθρού. Η παράδοση έχει διασώσει την μεγαλειώδη αντοχή των αγωνιστών και την τεράστια δυσκολία που συνάντησε εκεί ο εχθρός με το Δημώδες  που λέει:  Ιφτά πασάδις πολιμούν την έρμη την Κασσάνδρα. Κανένας δεν την πάτισι, κανένας δεν την πήρι. Λουμπούτ πασάς την πάτησι, Λουμπούτ πασάς την πήρι…
                Πράγματι, είχε λυσσάξει ο Σουλτάνος με την σθεναρή, την απίστευτη αντοχή των Κασσανδρινών αγωνιστών και άλλαζε τον έναν  πασά του ύστερα από τον άλλον, ώσπου να πετύχει την πτώση της αντίστασής τους. Το πέτυχε με τον αιμοσταγή Μεχμετ Εμιν ή Εμπού  Λουμπούτ πασά.
                Η μέρα της ήττας εκείνης, η δεκάτη Τετάρτη Νοεμβρίου, ύστερα από επίμονες ενέργειες των σύγχρονων Χαλκιδικιωτών, καθιερώθηκε ως τοπική εθνική γιορτή ολόκληρης της Κασσάνδρας. Γιορτάζεται κάθε χρόνο στην Ποτίδαια. Η μέρα αυτή όμως δεν είναι αφιερωμένη αποκλειστικά στην πτώση της αντίστασης και την ήττα των ηρωικών αγωνιστών στις Πόρτες, κυρίως είναι αφιερωμένη στο Χαλασμό της Κασσάνδρας που ακολούθησε.   Ο Λουμπουτ πασάς, ύστερα από τη δύσκολη, αγωνιώδη και με μεγάλες απώλειες νίκη του, άφησε ανεξέλεγκτο, όπως το είχε υποσχεθεί, το άγριο ασκέρι του να κλέβει, να λεηλατεί, να σκοτώνει και να καίει τα σπίτια των χριστιανών. Μεγάλες μάχες και σφαγές έλαβαν χώρα στο χωριό Πίνακας, σε τοποθεσίες γύρω από τη Βάλτα (στην Πάνω χώρα και τα Φλωραίηκα), στα Παζαράκια και στις παραλίες,  Σωλήνα,  Ποσείδι και  Χρούσω, όπου πανικόβλητο είχε τρέξει το πλήθος να προφτάσει να μπει στα ελάχιστα πλοία για να σωθεί. Και η παράδοση λέει:  Τ’ έχεις καημένε κόρακα και σκούζεις και φωνάζεις, μην εδιψάς για αίματα, μην εδιψάς για  λάσια; Πέρασε απ’ τα Κύψελα κι απ’ την Απάνω  Χώρα και σύρε στο Παλαίκαστρο. Εκεί ‘ναι τα αίματα, εκεί ‘ναι και τα λάσια. Και το άλλο: Κακό μεγάλο έγινε στη Χρούσω της Παλλήνης, κακό μεγάλο  έγινε, καταστροφή μεγάλη, κλαίγαν μανάδες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες. Ασφαλώς δεν διασώθηκαν μόνο αυτά, αλλά και πολλά άλλα, που δεν χωρούν στον περιορισμένο αυτό χώρο.
                Δεκατρία χωριά και δεκαέξι  μετόχια λεηλατήθηκαν και στη συνέχεια κάηκαν ολοσχερώς. Ο εχθρός όπου εύρισκε ζωντανούς τους σκότωνε, αν ήταν άρρωστοι και υπερήλικες, αν όμως ήταν νέοι ή νέες τους αιχμαλώτιζε. Δεν σεβάστηκαν ούτε τις εκκλησίες.  Έκαψαν την εκκλησία, της Βάλτας, της  Καλάνδρας και του Πολύχρονου μαζί με τους κατοίκους των χωριών, που είχαν μπει στην εκκλησία, ελπίζοντας να σωθούν. Όσοι κάτοικοι σώθηκαν πήγαν στο Άγιο Όρος, στα νησιά των Βόρειων Σποράδων, στην Εύβοια και στην Ηπειρωτική Ελλάδα. Το ολοκαύτωμα είχε ολοκληρωθεί. Για μήνες καπνοί  ανέβαιναν  στον ουρανό της από τα καμένα, ως θυμίαμα για  τη θυσία των κατοίκων της, και για χρόνια τα μόνα  ζωντανά  που υπήρχαν εκεί ήταν τα κοράκια, οι σαύρες και τα φίδια.  Η όμορφη και εύφορη Κασσάνδρα έμεινε ακαλλιέργητη και έρημη για έξι περίπου χρόνια. Τότε ο Σουλτάνος, για να μπορεί να εισπράττει πάλι  φόρους,  επέτρεψε με φιρμάνι (που υπέγραψε στις 25 Ιουλίου 1827) να επιστρέψουν  οι κάτοικοί της και να καλλιεργούν πάλι τα χωράφια τους.
                Αυτός ήταν σε γενικές γραμμές ο Μεγάλος Χαλασμός της Κασσάνδρας το 1821. Η αντίσταση των Κασσανδρινών και γενικά η επανάσταση της Χαλκιδικής, είχε απασχολήσει τον τουρκικό στρατό στη Βόρεια Ελλάδα για έξι μήνες και είχε ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση της καθόδου του στην Νότια Ελλάδα, όπου είχε ανάψει για τα καλά η επανάσταση. Δυστυχώς αυτή η μεγάλη προσφορά των Κασσανδρινών, δεν είχε ανάλογη αναγνώριση  από την Ελληνική Ιστορία. Ακόμη και ιστορικά συγγράμματα που εκδίδονται στις μέρες μας δεν αναφέρονται σ’ αυτή τη μεγάλη θυσία και προσφορά των προγόνων μας, ενώ αναφέρουν και εμείς βέβαια αναγνωρίζουμε, τις θυσίες των Ελλήνων στα Ψαρά, στη Χίο, στην Κάσο, στο Σούλι, στο Μεσολόγγι και σε ολόκληρη την επαναστατημένη Ελλάδα. Δεν ήταν ισάξια προς τις θυσίες εκείνων, η θυσία των Κασσανδρινών;
                                                                                                                  

Και πέρα απ’ τη μαύρη γραμμή.

Και πέρα απ’ τη μαύρη γραμμή.

                                         Γεωργίου Αθ. Δαλαμάγκα.
                                           Γιατρού Καρδιολόγου


Είναι μέσα στη φύση του ανθρώπου να προσπαθεί πάντοτε να βελτιώσει τη ζωή του. Επιδιώκει να εργαστεί, να σταδιοδρομήσει, να μορφωθεί, να αποκτήσει περιουσία και υλικά αγαθά, ώστε να περιβληθεί με προσωπική δύναμη και να κερδίσει το σεβασμό των συνανθρώπων του. Καμιά φορά όμως, ύστερα από μακρόχρονες και επίπονες προσπάθειες, ύστερα από λαμπρή πορεία μιας καριέρας, ύστερα από μια πετυχημένη σταδιοδρομία, πάνω στην αποδοτικότερη ηλικία ενός ανθρώπου, πάνω στο ζενίθ της δόξας του, πριν προφθάσει να ολοκληρώσει την προσπάθειά του, να δρέψει και να γευτεί όλους τους καρπούς των κόπων του, τυχαίνει, στην πραγματική ζωή συμβαίνει συχνά, να αρρωστήσει από κάποια σοβαρή αρρώστια. Τότε είναι που φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια του, τότε καταλαμβάνεται από πανικό και αντιλαμβάνεται, ότι όλα είναι μάταια.
 Αν, ένα τέτοιο απρόοπτο και σοβαρό γεγονός δημιουργεί μεγάλα και ποικίλα προβλήματα σε έναν άνθρωπο, που δεν είναι γιατρός, τότε, πώς θα αντιδρούσε, πως θα αντιμετώπιζε  και πώς θα  ξεπερνούσε μια σοβαρή αρρώστια του, ένας γιατρός και μάλιστα ένας διάσημος γιατρός;  Ο συγγραφέας αυτό προσπάθησε να περιγράψει σ’ αυτό το βιβλίο, ενώ ανακαλύπτει ότι κανένας δεν μπορεί να μπει στη θέση του αρρώστου ούτε και ο καλύτερος γιατρός.
Αποδεικνύεται, ότι σε τέτοιες περιπτώσεις όλοι λιποψυχούν και λυγίζουν, όπως λύγισε ακόμα και ο Θεάνθρωπος πάνω στο Σταυρό, όταν τον χλεύαζε και τον κορόιδευε ο όχλος.
Στην προκειμένη περίπτωση ο γιατρός θεραπεύτηκε χάρη στα σημαντικά επιτεύγματα της Ιατρικής Επιστήμης και στην αμέριστη συμπαράσταση της γυναίκας του. Η αγάπη του για την Ιατρική και η πίστη του στις δυνατότητές της ήταν αυτά, που τον στήριξαν να τη σπουδάσει (μάλιστα κάτω από αντίξοες συνθήκες) και να την υπηρετήσει με επιτυχία. Την γυναίκα του την αγάπησε παράφορα και την πίστεψε, ύστερα από μια τυχαία γνωριμία τους, κολυμπώντας προς τη μαύρη γραμμή μιας καταπληκτικής σε ομορφιά θάλασσας. Η αμοιβαία αγάπη της, η  ψύχραιμη και σταθερή στάση της σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους, αλλά κυρίως στη διάρκεια της φοβερής αρρώστιας του, επιβεβαίωσε, ότι η αρχική και βιαστική επιλογή του δεν ήταν λαθεμένη.