Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014


 Όταν βρέχει.

Είναι μια βροχερή μέρα σήμερα. Φυσάει και βρέχει καταρρακτωδώς. Η βροχή πέφτει με δύναμη  πάνω στις ταράτσες, πλευροκοπάει τα ντουβάρια, τις πόρτες και τα παράθυρα των πολυκατοικιών. Από την άγρια νύχτα με ξύπνησε ο  θόρυβος που κάνουν τα παντζούρια των απέναντι, καθώς ανοιγοκλείνουν κάθε τόσο από το λυσσαλέο φύσημα του νοτιά. Ο ήχος τους χαρακτηριστικός, βασανιστικός και επίμονος. Πολλές φορές είναι καταιγιστικός κράκ, κράκ κράκ…, σαν από ομοβροντία όπλων και άλλοτε μονήρης, κροταλλοειδής και παρατεταμένος. Δεν τα κλείνουν κι αυτοί οι χριστιανοί αποβραδίς, τόσο πολύ φοβούνται το σκοτάδι;
Βρέχει και φυσάει, φυσάει και βρέχει.
Απολαμβάνω τη βροχή στα διαλείμματα, στην ανάπαυλα του ανέμου, τότε που οι χονδρές σταγόνες πέφτουν κάθετα πάνω στις μικρές λιμνούλες, που σχηματίζονται στα βαθουλώματα του μωσαϊκού, βαθουλώματα που είναι αποτέλεσμα των κακοτεχνιών και της πολυκαιρίας. Παρατηρώ το σχηματισμό των ομοιόμορφων φυσαλίδων, που σπάνοντας στη στιγμή δημιουργούν στην αρχή μικρούς κύκλους, και μεγαλύτερους στη συνέχεια, ώσπου και αυτοί να διασπαστούν και να χαθούν. Είναι σαν καλλονές που παρελαύνουν με τη  απαστράπτουσα ομορφιά τους πάνω στις πίστες της ομορφιάς και ύστερα εξαφανίζονται από του προσώπου της γης. Είναι τα φαντάσματα που πέρασαν απαρατήρητα, είναι τα σπιτικά που δεν θεμελιώθηκαν ποτέ, είναι οι ιδέες που ήρθαν και πέρασαν, χωρίς ποτέ να στεριώσουν. Είναι το παροδικό χάδι, είναι η ευλογία του Θεού σε τόπο που δεν την  δέχτηκε.
Όταν πάλι φυσάει, οι σταγόνες πέφτουν πάνω στο τζάμι και ζωγραφίζουν κάθε τόσο μικρά ποταμάκια που τρέχουν κατακόρυφα προς τα κάτω και πολλές φορές σβήνουν πριν φτάσουν στη θάλασσα, στο περβάζι του παραθυριού. Φανταστείτε πώς σχηματίζονται και μετασχηματίζονται, σχεδόν στη στιγμή αυτά τα βρόχινα ποταμάκια. Ενώνονται δυο τρεις, πέντε, έξη ή περισσότερες σταγόνες και να το ποταμάκι έτοιμο να κατευθύνεται με ταχύτητα προς τα κάτω σε ευθείες, ή σε τεθλασμένες γραμμές, αλλάζοντας συνεχώς κατεύθυνση. Στη βραχύβια πορείας τους τα ποταμάκια αυτά εμπλουτίζονται και από άλλες παρόμοιες δεσποσύνες, που βιαστικές, λες φοβισμένες, σπεύδουν και αυτές να ενωθούν μαζί τους, μήπως και διασώσουν την ύπαρξή τους από τη  βίαιη ώθηση του ανέμου. ’’Η ισχύς εν τη ενώσει’’, όμως  δεν ισχύει εδώ. Τα πάντα είναι παροδικά και  βραχύβια. Εκεί που το ποταμάκι πάει να σχηματιστεί και να μεγαλώσει, εξαφανίζεται στη στιγμή, ή μεταβάλλει τη μορφή και την πορεία του, καθώς ενώνεται με κάποιο άλλο, που ξετρελαμένο από τη λύσσα του ανέμου, χάνει τη ρότα του και έρχεται στην ίδια πορεία με εκείνο, που σχηματίστηκε πρώτο, Ύστερα ο δυνατός άνεμος τα διαλύει και τα δυο, μετατρέποντάς τα σε μια φευγαλέα νερένια επιφάνεια που οδηγείται γρήγορα προς τα πλάγια ή προς το κάτω και εκεί, πλατειάζοντας, χάνεται και αυτή.
Είναι απίστευτο ότι μπορείς να χαζεύεις με τις ώρες παρατηρώντας αυτό το  σκηνικό της συνεχούς δημιουργίας, της γρήγορης μεταβολής και της άμεσης εξαφάνισης, προτού καν προφτάσεις να συλλάβεις τη μορφή, αυτών των απίθανων σχημάτων που σχηματίζει η βροχή. Ο θυμωμένος θεός, ο άνεμος, τα αναγκάζει να κατευθύνονται άτακτα πάνω στη γυάλινη επιφάνεια και να διαλύονται στη στιγμή.
   
Όταν ήμουν μικρός, τέτοιες στιγμές περνούσα πάλι μπροστά στο παράθυρο του αγροτικού μας σπιτιού και παρατηρούσα τα μικρά ποταμάκια που κατηφόριζαν προς τη χωμάτινη αυλή μας και κατέληγαν στη λιμνούλα που γρήγορα σχηματιζόταν μπροστά από την εξώπορτά μας.  Μέσα σε λίγη ώρα η λιμνούλα μεγάλωνε και οι χονδρές σταγόνες της βροχής δημιουργούσαν πάνω της πανομοιότυπες φυσαλίδες κι αυτές παρόμοιους βραχύβιους κύκλους. Θυμάμαι το φόβο που είχαν οι μεγάλοι, μήπως μεγαλώσει πολύ η λιμνούλα, οπότε το νερό θα έμπαινε μέσα στο σπίτι μας. Για το λόγο αυτό ο πατέρας μου, όταν έβλεπε να δυναμώνει η βροχή και να συνεχίζεται για πολύ, έβγαινε έξω, κουκουλωμένος  με την κουκούλα του παλιού αδιάβροχου, κατάλοιπου της εφτάχρονης υπηρεσίας του στο στρατό και με το φτυάρι άνοιγε ένα αυλάκι, ώστε το νερό να βρίσκει διέξοδο προς το περιβόλι μας που περιέβαλε το σπίτι μας. Δυο τρεις φορές παραλίγο να πλημμυρίσουμε.
Τότε, στα μικρά μου χρόνια,  μου άρεσε να βγαίνω έξω και να περπατώ μέσα στη βροχή, να τρέχω και να πλατσουρίζω μέσα στα νερά και μέσα στις λάσπες. Μου άρεσε που η βροχή χτυπούσε το κατακόκκινο σαν παπαρούνα πρόσωπό μου, τη στιγμή που μια ευχάριστη ζεστασιά, η ζεστασιά της νιότης, απλωνόταν όχι μόνο στο πρόσωπο, αλλά σε όλο μου το κορμί.  Μου άρεσε η κόντρα που είχα με το δυνατό και κρύο άνεμο. Δεν θυμάμαι να με νίκησε ποτέ. Ούτε με ένοιαζε καθόλου που η βροχή μούσκευε τα μαλλιά μου και που τα μικρά ρυάκια της, κυλούσαν προς το λαιμό, προς το στήθος και προς  την πλάτη μου. Έτσι νότιζε τα ρούχα μου και από μέσα και γίνονταν βαριά σαν μολύβι. Δεν καταλάβαινα τίποτε, δεν φοβόμουν το μουσκίδι ούτε το κρύο που με διαπερνούσε ως το κόκαλο, ούτε και τον αέρα που πρόβαλε ισχυρή αντίσταση στο περπάτημά μου και με απειλούσε και με φοβέριζε  και με τη δυνατή βουή στα αυτιά μου,  μου έλεγε να λογικευτώ και επιστρέψω πίσω, βρίσκοντας καταφύγιο κάτω από το κεραμίδι. Απτόητος συνέχιζα να μάχομαι, να κουράζομαι, να πασχίζω χωρίς να υποχωρώ. Που θα πάει, έλεγα, μπόρα είναι, θα περάσει. Θα φύγει και σίγουρα θα ξανάρθει, ίσως με άλλη μορφή. Θα ξανάρθει να με προκαλέσει πάλι, να δοκιμάσει τις αντοχές μου. Θα αντισταθώ πάλι, θα παλέψω πάλι, θα επιμένω, γιατί θέλω πολύ να την νικήσω ολοκληρωτικά, να μην την αφήσω να νομίζει, πώς μπορεί να κερδίζει εύκολες νίκες. Αυτά έλεγα από μέσα μου.
Σήμερα που βρέχει, ακούω τη βροχή που χτυπάει με δύναμη την οικοδομή από όλες τις πλευρές και βλέπω να δυναμώνει συνεχώς σχηματίζοντας ρυάκια, ποταμάκια και λιμνούλες παντού. Το μυαλό μου, συνειρμικά, πάει στα ακραία καιρικά φαινόμενα. Με τέτοια καταρρακτώδη βροχή υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να σπάσει κάποιο ρείθρο, όπως θα έσπανε η λιμνούλα μπροστά από το σπίτι μας, να ξεχειλίσει κάποιος μπαζωμένος χείμαρρος και να γίνει το κακό, να πλημμυρίσουν τα πάντα. Το είδαμε την άλλη φορά, όταν δρόμοι έγιναν ποτάμια, και γήπεδα, οικόπεδα και χωράφια μετατράπηκαν σε λίμνες, όταν καταστήματα και υπόγεια πλημμύρισαν και χάθηκαν περιουσίες  στο άψε σβήσε. Κάποιοι έχασαν και τη ζωή τους.
Ακούω να πέφτει η βροχή συνεχώς και με πιάνει φόβος, μήπως, από τα σκουπίδια και τα πολλά νάιλον που είναι πεταγμένα παντού, βουλώσουν οι αποχετεύσεις. Φοβούμαι, μήπως οι υδρορροές της ταράτσας δεν απορροφήσουν την υπερβολική ποσότητα νερού, την οποία κανένας δεν  υπολόγισε, πόση θα είναι σε περίπτωση ακραίων καιρικών φαινομένων. Αν όλα αυτά συμβούν η ταράτσα θα ξεχειλίσει από το νερό, θα πλημμυρίσει το ρετιρέ και ύστερα όλα τα διαμερίσματα και το νερό θα τρέξει από τις σκάλες και θα νοτίσει ολόκληρη την πολυκατοικία.
Ακούω να πέφτει η βροχή με την ίδια ένταση και να φυσάει δυνατά ο άνεμος, και μένω μέσα. Φοβάμαι τώρα, φοβάμαι να βγω έξω, να γίνω μούσκεμα, να αντιμετωπίσω τα φαινόμενα, όπως τότε. Φοβάμαι, μήπως συμβούν όλα αυτά που σας είπα. Δεν βγαίνω έξω και για έναν άλλο σοβαρότερο λόγο. Μένω μέσα συνειδητά, μην χάσω κάτι από τα κεκτημένα και το σαρκίο μου, το τόσο αδύνατο, το  τόσο υπερτιμημένο τώρα, σε σύγκριση με το τότε, τότε που ήμουν παιδί. 

         15-02-05           

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου