Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

Η Εκθεμελίωση της Πατρίδας μας

 Η εκθεμελίωση της πατρίδας μας.
Γεωργίου Αθ. Δαλαμάγκα. Γιατρού καρδιολόγου.
            Στο βιβλίο που εξέδωσα το 2006 με  τίτλο «Η Κατεδάφιση», εξέφραζα με αλληγορικό τρόπο την απογοήτευσή μου από την είσοδό μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Περιέγραφα την πατρίδα μας σαν μια μονοκατοικία στην οποία οι Έλληνες ιδιοκτήτες της ζούσαμε αρμονικά διατηρώντας τις παραδόσεις της φυλής μας και πιστεύοντας στις αξίες που δημιούργησαν οι πρόγονοί μας, οι αρχαίοι Έλληνες, και που συμπλήρωσε η ορθόδοξη χριστιανική μας πίστη. Ασφαλώς σε μια τέτοια διαβίωση δεν έλειπαν οι προστριβές, τα παράπονα, οι κακίες και οι γκρίνιες, αλλά όλα ξεπερνιούνταν με την ανοχή και την συγκατάβαση όλων. Συχνά, όπως έγραφα, υπήρχαν και μεγάλες παρεκτροπές που δημιούργησαν μεγάλα προβλήματα.  
Όπως ήταν φυσικό ο κόσμος με τον καιρό άλλαξε, οι οικονομικές απαιτήσεις της «μονοκατοικίας» αυξήθηκαν, ενώ η έκταση και η απόδοση της εκμεταλλεύσιμης γης μειώθηκαν  και η εργασία των μελών της οικογένειας δεν απέδιδε όσα ήταν απαραίτητα για την άνετη διαβίωση αυτών στη νέα εποχή. Την ίδια εποχή φάνηκε στον ορίζοντα σαν ευκαιρία η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε), ενός Συνεταιρισμού κρατών που το καθένα κράτος, έλεγαν οι διακηρύξεις,  θα ήταν ισότιμο προς τα άλλα, ανεξάρτητα από την ισχύ του, από την έκταση της επικράτειάς του και τον πληθυσμό του. Την Ε.Ε., την αποκάλεσα «Πολυκατοικία» στην οποία μετακόμισαν οι έως τότε ένοικοι της μονοκατοικίας, οι Έλληνες.
Η είσοδό μας στην Ε.Ε. υποσχόταν μεγάλες αλλαγές στη ζωή μας, οι οποίες θα έφερναν σε όλους περισσότερες ευκαιρίες για εργασία, περισσότερα υλικά αγαθά και μεγαλύτερη ασφάλεια. Η Δημοκρατία θα κατοχυρωνόταν οπωσδήποτε και η Ευημερία και η Ειρήνη των λαών της Ευρώπης θα ήταν πια μόνιμες.  Η συγκυρία για να επιτευχθούν όλα αυτά ήταν ευνοϊκή, αφού η πτώση του τείχους του Βερολίνου και η αποκαθήλωση του Σιδερού παραπετάσματος αναδείκνυαν την Ε.Ε. κυρίαρχη. Δυστυχώς οι μεγάλες προσδοκίες μας δεν επαληθεύτηκαν και άρχισαν να φαίνονται οι αδυναμίες της Ε.Ε. Μια απόδειξη είναι η αδυναμία των κρατών της Ε.Ε. να ψηφίσουν ένα κοινό σύνταγμα και να αναγνωρίσουν ως σύνορα της Ε.Ε. τα σύνορα των χωρών που συνόρευαν  με  χώρες που δεν ανήκαν στην Ε.Ε.  Αλλά η δική μου μεγάλη απογοήτευση δεν προήλθε μόνο από αυτά ή από τις πάμπολλες ατασθαλίες που έλαβαν χώρα στη χώρα μας από τις χορηγήσεις της Ε.Ε. προς τις διάφορες παραγωγικές τάξεις μας. Η απογοήτευσή μου  προήλθε από την απαξίωση των ηθικών αξιών με τις οποίες είχε γαλουχηθεί ο λαός μας επί αιώνες και από την έλλειψη σεβασμού των  ιδιαιτεροτήτων μας. Η Ευρώπη κατοικείται από προηγμένους λαούς οι οποίοι έχουν διαφορετική καταγωγή και ιστορία, δικό τους πολιτισμό και διαφορετική κουλτούρα. Η Ε.Ε. υποσχόταν την ανοχή της διαφορετικότητάς μας (την ορθοδοξία μας και τη κληρονομική μας κουλτούρα), αφού μέσα στις αρχές της  είναι η αποδοχή των ιδιαιτεροτήτων των λαών της και η ενσωμάτωσή τους σε μια ενιαία κουλτούρα στο απώτερο μέλλον της.  Η αποτυχία της εφαρμογής στην πράξη αυτών των αρχών της πιθανόν να οφείλεται και σε ένα άλλο γεγονός. Τον ίδιο σχεδόν καιρό, η ανάπτυξη της Αμερικής,  η ανάμειξή της στα ευρωπαϊκά θέματα και κυρίως ο ανταγωνισμός της με την Ευρώπη σε πολλά πεδία, όπως και η καθιέρωση και η αποδοχή όμοιων κανόνων στο διεθνές εμπόριο, αλλά  και η εξάπλωση της χρήσης του διαδικτύου, επέβαλαν την παγκοσμιοποίηση. Ολόκληρος ο κόσμος έγινε μια γειτονιά και η παγκοσμιοποίηση σαρώνει τα πάντα και επηρεάζει τη ζωή όλων των κατοίκων της γης και περισσότερο δε βοηθάει τους υπανάπτυκτους και αδύνατους λαούς, αλλά τους υποχρεώνει σε μόνιμη φτώχεια. Όλοι πρέπει να τρέχουν, όχι να βαδίζουν, αλλά να τρέχουν, με την ίδια ταχύτητα, μπορούν δεν μπορούν.
Όλα αυτά άρχισαν να απογοητεύουν. Το ακόμα χειρότερο είναι πως η μη ανοχή της διαφορετικότητας των λαών οδήγησε στο ξύπνημα του εθνικισμού και του  ρατσισμού ανάμεσα  στους κατοίκους πολλών ευρωπαϊκών κρατών με συνέπειες που άρχισαν πλέον να εκδηλώνονται φανερά.  Έτσι βλέπουμε 1ον) τους ηγέτες της Ευρώπης  να προτάσσουν φανερά  των συμφερόντων της Ε.Ε, τα συμφέροντα του δικού τους κράτους και 2ον) βλέπουμε σε όλα σχεδόν τα κράτη ομάδες ανθρώπων, οργανώσεων και κομμάτων να αναπτύσσουν ξενοφοβικά σύνδρομα. Οι διακηρύξεις περί ισοτιμίας και αλληλεγγύης των λαών πήγαν  στον αέρα.
Η χώρα μας σε όλα τα χρόνια που υπήρξε ισότιμο μέλος της Ε.Ε., είχε πολλά οικονομικά οφέλη, αλλά δεν κατόρθωσε να προσαρμοστεί και να εφαρμόσει με ακρίβεια και συνέπεια τους κανόνες και τους νόμους που ισχύουν για τη λειτουργία του πλήρους μέλους. Δεν κατορθώσαμε να μάθουμε να κολυμπάμε στα ξένα νερά και παραμείναμε κολυμβητές των γνωστών δικών μας θολών νερών.
Πού βρίσκεται και προς τα πού βαδίζει σήμερα η χώρα μας; Όλοι ζούμε τη δεινή κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει και όλοι παραδεχόμαστε πως τη μεγαλύτερη ευθύνη για την κατάντια μας τη φέρνουν οι πολιτικοί, αλλά δεν πρέπει να  βγάζουμε εντελώς έξω από την ευθύνη και τους εαυτούς μας.  Σήμερα η χώρα μας  από τα κατ’ επανάληψη τραγικά λάθη μας, από την ανικανότητα, τις διχόνοιες και τις ασυμφωνίες των πολιτικών μας δεν κατεδαφίζεται, αλλά ανασκάφτεται βαθειά, όχι για να ανοικοδομηθεί εκ νέου, όπως γινόταν παλιότερα με την κατεδάφιση των παλιών κατοικιών, αλλά για να ταφεί οριστικά. Δε βρισκόμαστε στο χείλος του γκρεμού, βρισκόμαστε στον πάτο του βαράθρου και δεν μπορούμε ούτε να αναπνεύσουμε. Μας πνίγουν  εχθροί και φίλοι. Δεν αντιληφθήκαμε ποτέ πως  δεν έχουμε αγνούς φίλους. Κανένας δεν είναι φίλος μας, ο καθένας κοιτάζει πρώτα το δικό του συμφέρον και όποιος μας συμπεριφέρθηκε κάποτε σαν φίλος, το έκανε μόνο για το συμφέρον της δικής του πατρίδας και όχι γιατί μας αγαπούσε. Ποιος θα σώσει λοιπόν την Πατρίδα μας;
Να μην έχουμε αυταπάτες και να περιμένουμε κάποιον σωτήρα να μας σώσει. Πολύ περισσότερο να μην αναζητήσουμε πάλι τη σωτηρία μας στους ξένους.  Ο ξένος και να μας σώσει προσωρινά, θα το κάνει από δικό του συμφέρον και θα μας οδηγήσει γρήγορα πίσω σε νέα και ίσως σε μεγαλύτερη σκλαβιά.  Αυτό έχει συμβεί επανειλημμένα στην πρόσφατη Ιστορία μας. Να μην δεχτούμε λοιπόν τη σωτηρία μας από κανένα ξένο, αλλά ούτε και ένας Έλληνας μπορεί να μας σώσει από μόνος του. Όλοι μαζί οι Έλληνες αν ενωθούμε σε ένα σώμα και σε μια ψυχή θα σώσουμε την Πατρίδα. Να αφήσουμε κατά μέρος τους προσωπικούς και κομματικούς εγωισμούς, να κάνουμε πάλι την υπέρβαση και να προχωρήσουμε ομόθυμα, ομόψυχα και ομόφωνα στον υπέρτατο σκοπό μας. Έτσι μόνο είναι βέβαιο πως θα τη σώσουμε, όπως το έκαναν πολλές φορές οι πρόγονοί μας, στο απώτερο και στο πρόσφατο παρελθόν, όταν ενώθηκαν απαλλαγμένοι από τα πάθη τους και την κατάρα της διχόνοιας.  Και όταν τη σώσουμε να πούμε πως όλοι μαζί τη σώσαμε. Κανέναν να μην ονοματίσουμε σαν σωτήρα μας, γιατί θα κάνουμε πάλι το ίδιο λάθος και θα αρχίσουν πάλι οι τσακωμοί και οι φαγωμάρες μεταξύ μας.
                                                                          18-03-2016.



Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Το Φθινόπωρο τότε


Το Φθινόπωρο τότε.
 Γεωργίου Αθ. Δαλαμάγκα. Γιατρού Καρδιολόγου.

          Καλώς ήρθε το παλικάρι μου, με καλωσόρισε καταχαρούμενη η μάνα μου, μόλις με είδε να δρασκελίζω το σκαλοπάτι της εισόδου της αυλής μας φορτωμένος με τ’ άπλυτά μου. Άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά της και μ’ έσφιξε με λαχτάρα. Δευτερόλεπτα πριν με είχε υποδεχτεί με χαρούμενα γαβγισματάκια, κουνήματα και γλειψίματα ο Λέων, που τώρα στριφογύριζε  χαρούμενος γύρω μας, κουνώντας συνεχώς πέρα δώθε την ουρά του και κάνοντας και κάποια σάλτα πάνω μας, να γίνει κι εκείνος ένα μαζί μας, όσο εγώ και η μάνα μου στεκόμασταν αγκαλιασμένοι.
            Ήταν απόγευμα Σαββάτου στις αρχές Οκτωβρίου του έτους 195., που για πρώτη φορά επέστρεφα στο σπίτι, ένα μήνα περίπου από τότε που είχα πάει στη Βάλτα για να παρακολουθήσω τα μαθήματα της Πρώτης Γυμνασίου. Περίμενα πως θα είχαν αλλάξει πολλά από τότε που είχα φύγει, αλλά δεν ήταν πολλά ή μάλλον ήταν τα συνηθισμένα που κάθε Φθινόπωρο συνέβαιναν και τα προηγούμενα χρόνια. Σε μένα φάνηκαν πολλά.
            Η αυλή μας είχε αρχίσει να χορταριάζει στις άκρες της  και τα φύλλα της κληματαριάς μας καστανοκίτρινα, μαραμένα και νεκρά,  είχαν πέσει κάτω και κάλυπταν ολόκληρη την επιφάνεια της αυλής, που σκίαζαν στους καλοκαιρινούς μήνες. Η ροδιά μας στη γωνία είχε γίνει μια νυφούλα με τα ολοκίτρινα φύλλα της που δεν ήθελε ακόμα να τα αποχωριστεί. Μόνο η μουσμουλιά δεν είχε πάρει είδηση για τον ερχομό του χειμώνα και διατηρούσε ακόμα καταπράσινα τα φύλλα της και κατακίτρινους τους στυφούς καρπούς της.
            Μ’ άρεσε πολύ τότε το Φθινόπωρο, χωρίς να εξετάσω ποτέ τους λόγους που συνέβαινε αυτό. Τώρα που το σκέπτομαι, βρίσκω μερικούς απ’ αυτούς.
            Είχαν τελειώσει οι πολλές και δύσκολες δουλειές του καλοκαιριού. Όλες οι σοδειές μας βρίσκονταν στις αποθήκες. Σε κάποια δωμάτια  βουνό ήταν το σιτάρι και ένα-δυο καρπούζια ή πεπόνια επέπλεαν στο σωρό του. Η βρώμη, το κριθάρι, το καλαμπόκι και το σουσάμι, χύμα κάτω στο δάπεδο ή στα τσουβάλια είχαν σωρευτεί στην αποθήκη, στο κατώι ή στην καλύβα μας. Το άχυρο είχε αποθηκευτεί στο βάθος της καλύβας, να ’χουν να φάνε τα ζώα μας, ενώ στους μπροστινούς χώρους της, ήταν έτοιμα και τα παχνιά τους. Εκεί θα ξεχειμώνιαζαν, εκεί θα ξεκουράζονταν και θα ανταμείβονταν κι αυτά για  τους κόπους τους. Το κρασί στο κατώι έβραζε μέσα στα βαρέλια, ωριμάζοντας και το τσίπουρο θα γέμιζε σε λίγο τις γυάλινες νταμιτζάνες μας. Το λάδι, όσο δεν είχε ξοδευτεί, ήταν μέσα στα κιούπια και οι τρούφες ελιές στα καδιά τους. Το τυρί καλυμμένο από το γάρο ωρίμαζε μέσα στους γαλβανισμένους τενεκέδες. Το μέλι, ανθόμελο, πευκόμελο ή σουσσουρίσιο ήταν μέσα σε δοχεία έτοιμο για κατανάλωση ή πώληση. Βάζα γεμάτα με ρετσέλια, γλυκά και μαρμελάδες γέμιζαν τα ράφια και τα ντουλάπια του σπιτιού μας. Αρμαθιές από κρεμμύδια κι από σκόρδα κρέμονταν στους τοίχους του κατωγιού και της αποθήκης.  Τα ρόδια και τα κυδώνια μέσα σε πανέρια ή σε καλαθάκια στόλιζαν τα τραπέζια ή δεμένα κι αυτά σε αρμαθιές κοσμούσαν τους τοίχους ή τα ταβάνια του μικρού σαλονιού και των δωματίων.
            Ολόκληρος ο κόπος της χρονιάς ήταν συμμαζεμένος μέσα το σπίτι μας για να βοηθήσει την οικογένεια να ξεχειμωνιάσει αυτάρκης σε αγαθά.
            Ένας άλλος λόγος για τον οποίο μου άρεσε τότε το Φθινόπωρο, που τώρα τον σκέπτομαι, πρέπει να ήταν και η ηρεμία και η χαλάρωση που έβλεπα στο φέρσιμο του πατέρα μου. Ολόκληρο τον χρόνο ο άνθρωπος δεν ησύχαζε καθόλου. Πήγαινε από τη μια δουλειά στην άλλη, ξυπνούσε από τα χαράματα και επέστρεφε κατάκοπος νύχτα. Τον έβλεπα να είναι πάντοτε σκεπτικός, κουρασμένος και συχνά ανήσυχος. Είχε τόσα πολλά στο κεφάλι του, που δεν περνούσαν τότε απ’ το δικό μου μυαλό.  Χαιρόμουν λοιπόν που τον έβλεπα να μην ξυπνάει απ’ τα χαράματα το Φθινόπωρο, αφού τον πρόφταινα να πλένεται και να χτενίζεται, να παίρνει το πρωινό του και να φεύγει για τη δουλειά χωρίς βιασύνη. Ούτε αργούσε το βράδυ να επιστρέψει. Με τον ήλιο επέστρεφε και αισθανόμουν την ικανοποίηση που ένιωθε απ’ τη δουλειά του. Μάλιστα ένα βράδυ μου είπε: «Να ήσουν σήμερα στο χωράφι να νιώσεις τη μοσχοβολιά της χωματίλας της γης μας, καθώς την όργωνα με τ’ αλέτρι και να μυρίσεις την ευωδιά του πεύκου που έφθανε απ’ το δάσος!», μου είπε χωρίς να τον ρωτήσω τίποτε εγώ. Ήταν η εποχή που ετοίμαζε τα χωράφια για το σπαρμό των σιτηρών. Πού να ανοίξει το στόμα του να σου πει κάτι τέτοιο σε άλλη εποχή! Την άνοιξη, για παράδειγμα, οι ευωδιές έξω στη φύση είναι άσωτες και διάσπαρτες παντού, αλλά τότε εκείνος δεν είχε μυαλό για τέτοια, άλλοι απολάμβαναν τα καλά της άνοιξης. Εκείνος είχε άλλες σκοτούρες, αφού ερχόταν το καλοκαίρι, η εποχή της συγκομιδής των κόπων του και πολλές διαδικασίες βρισκόταν στο δρόμο τους. Εξάλλου την άνοιξη ο καθένας οσμίζεται το άρωμα των λουλουδιών από το ξύπνημα της φύσης. Εκείνος, ο γεωργός, ο πραγματικός καλλιεργητής, ήταν ίσως από τους λίγους που μπορούσε να αφουγκράζεται τις μυστικές μυρωδιές της γης στην προετοιμασία της για την αλλαγή της εποχής.    
            Κι αν δεν ήταν καλή η σοδειά της χρονιάς; Δεν τον είδα ποτέ να απελπίζεται. Αντίθετα τον άκουσα να λέει «έχει ο θεός. Έχουμε τη νέα παραγωγή του λαδιού κι έχουμε και το «γέννου» των κατσικιών και το γάλα των μανάδων του, θα έχουμε κάτι να παίρνουμε κι απ’ αυτά. Του χρόνου μπορεί να είναι όλα καλύτερα, όλες οι χρονιές δεν είναι ίδιες και δόξα στο Θεό να λέμε», συμπλήρωνε.
            Όλα, λοιπόν, ήταν χαλαρά κι ευχάριστα το Φθινόπωρο. Και στην περίπτωση που δεν ήταν έτσι, οι άνθρωποι έδιναν τις λύσεις με την υπομονή και την ελπίδα και στηρίζονταν στη θέλησή τους και στην πίστη τους στις δικές τους δυνάμεις, όπως και στη βοήθεια που περίμεναν από το Θεό.
            Αφού όλα ήταν τακτοποιημένα και οι ψυχές ήρεμες, ήταν καιρός για λίγο μεγαλύτερη χαλάρωση και για κουτσομπολιό.  Ήταν η εποχή για τα νυχτέρια. Σε κάθε γειτονιά μια από τις νοικοκυρές μόλις σουρούπωνε, άναβε στην αυλή της μια μεγάλη φωτιά. Φεγγοβολούσε όλη η γειτονιά από τις δυνατές φλόγες που έδιναν οι «σχίζες» του δαδιού. Έτρεχαν τότε, το ένα μετά το άλλο, όλα σχεδόν τα ενήλικα μέλη της οικογένειας και των γειτόνων επίσης και με το σκαμνάκι τους έπαιρναν θέση γύρω απ’ τη φωτιά.  Οι γυναίκες έφερναν μαζί τους το εργόχειρό τους, το πλεκτό, το αδράχτι και τη ρόκα τους. Οι άνδρες έφερναν μαζί τους τη διάθεσή τους για το καλαμπούρι και το χωρατό, εκτός αν υπήρχε κάποιος φιλομαθής, οπότε θα έφερνε κάποιο απόκομμα παλιάς εφημερίδας και θα προσπαθούσε να διαβάσει τα «νέα», που ήταν βέβαια παλιά. Σε λίγο όμως την προσοχή όλων αποσπούσε η πρωτοβουλία μιας συνήθως γεροντότερης γυναίκας, «της μάνας»  που έπαιρνε το λόγο και έλεγε:  «Κούρμαχος και κουρμαχίνα έχουν ή είχαν πέντε κουρμαχάκια. Ποιος ήταν;», ρωτούσε. Και τότε ο καθένας προσπαθούσε να βρει ποια ήταν η οικογένεια που είχε πέντε παιδιά, αφού διευκρινιζόταν, ύστερα από ερωτήσεις, πόσα απ’ τα κουρμαχάκια ήταν αρσενικά και πόσα θηλυκά. Όταν κάποιος εύρισκε ποια ήταν η οικογένεια, το λόγο έπαιρνε άλλος ή άλλη για να θέσει με τον ίδιο τρόπο την ερώτηση για άλλη οικογένεια. Και το γαϊτανάκι αυτό συνεχιζόταν κάμποση ώρα ή μπορεί και προσωρινά να διακοπτόταν, γιατί έδινε την αφορμή σε κάποιον να θυμηθεί και άρα να διηγηθεί ένα πραγματικό ή γνωστό από διαδόσεις γεγονός, (πάθημα, ιστορία κ.λ.π.), που είχε σχέση με την «κουρμαχική» οικογένεια, την οποία έκρυβε το ερώτημα της «μάνας».  Έτσι από το κούρμαχος και κουρμαχίνα, τα αινίγματα, γιατί έλεγαν και τέτοια, τα αστεία και τα καλαμπούρια περνούσαν ευχάριστα την ώρα τους ως τα μεσάνυχτα περίπου.  Καλοδεχούμενο ήταν ακόμα και κάποιο αθώο και ακίνδυνο, κατά κανόνα, πετροβόλημα από νεαρούς, συνήθως από άλλη γειτονιά, που επέστρεφαν από το ψάρεμα με το πεζόβολο ή από την επιδρομή τους σε κάποιον ατρύγητο κήπο απ’ όπου είχαν κλέψει ρόδια ή κυδώνια. Με όποιον τρόπο πάντως κι αν τελείωνε το βράδυ, το πρωί όλοι θα πήγαιναν στις δουλειές τους και το νυχτέρι οπωσδήποτε θα επαναλαμβανόταν το βράδυ.
            Αναπολώ τα χρόνια εκείνα και συγκρίνω την απλή ζωή που βίωναν οι άνθρωποι τότε και τη συγκρίνω με τη δική μας ζωή και νοοτροπία που έχουμε στην αντιμετώπιση των προβλημάτων μας, που οπωσδήποτε είναι πολύ μικρότερα τώρα, αλλά που εμείς τα αντιμετωπίζουμε πολύ διαφορετικά από τους ανθρώπους εκείνης της εποχής, που δεν είχαν ζήσει ποτέ τον υλικό πλούτο, αλλά οι καρδιές τους έκρυβαν μέσα τους πλούτο ψυχής.  «Εκείνοι ήταν φτωχοί πλούσιοι κι εμείς είμαστε πλούσιοι φτωχοί», γράφει στο βιβλίο του «Το Πολύχρονο», ο Γεώργιος Β. Καιάφας.



                                                      31-01-2016. 

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

Πλούσιος αγάπησε φτωχή

Δημώδες.
Ο πλούσιος αγάπησε φτωχή για να την πάρει
κι η μάνα του σαν τ’ άκουσε πολύ της βαρυφάνει.
Πάρε υγιέ μου πλούσια, πάρε πριγκιποπούλα
να περπατεί καμαρωτά σαν μια βασιλοπούλα.
Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ο πλούσιος φτωχαίνει
και η φτωχή παντρεύεται και πλούσιον  επαίρνει.
Μια Κυριακή πρωί πρωί, μια επίσημη ημέρα
τον εραστή της συναντά ζητιάνο, να γυρεύει.
Πάρε αυτά να ξυριστείς, πάρε αυτά ν’ αλλάξεις
και τη φτωχή να θυμηθείς κι από καρδιά να κλάψεις.
Κόρη άπονη, κόρη άσπλαχνη, κόρη καταραμένη
Που μούριξες στο Θεό αυτός να με παιδεύει.
Δε σούριξα στο Θεό αυτός να σε παιδεύει
Μον ’είναι ένα παράδειγμα όπου αγαπά να παίρνει.

       19-11-2015.
Από Μαρία Λυπηρίδου-Μπουλάκη (της το τραγουδούσε κάποια

γειτόνισσα της όταν ήταν μικρή.) Η Λαϊκή Μούσα τα έχει πει πριν από μας).

Ηδική μας Εποχή

Η δική μας Εποχή.
Γεωργίου Αθ. Δαλαμάγκα, Ιατρού-καρδιολόγου.
Ο Ντίκενς έγραψε:
            «Ήταν οι καλύτερες μέρες, ήταν οι χειρότερες μέρες, ήταν τα χρόνια της σοφίας, ήταν τα χρόνια της άνοιας, ήταν η εποχή της πίστης, ήταν η εποχή της ολιγοπιστίας, η εποχή του φωτός και η εποχή του σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας και ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε μπρος μας τα πάντα, είχαμε μπρος μας το τίποτε, πηγαίναμε όλοι στον Παράδεισο, πηγαίναμε όλοι στο αντίθετό του».
            Αυτή ήταν η εισαγωγή με την οποία άρχιζε ο Ντίκενς το πασίγνωστο μυθιστόρημα «Ιστορία Δύο Πόλεων» τότε, στην εποχή της Γαλλικής επανάστασης, σε μια προσπάθειά του να μεταδώσει, με το δικό του τρόπο, στους αναγνώστες του Λονδίνου τα όσα συνέβαιναν στο Παρίσι.
             Αν ζούσε σήμερα, τι θα έγραφε, άραγε, για τη δική μας εποχή; Υποτίθεται, σύμφωνα με τις προσδοκίες της παγκόσμιας εξέλιξης, πως θα εύρισκε τη δική μας εποχή ασύγκριτα καλύτερη από τη δική του. Αναμφισβήτητα είναι καλύτερη κυρίως σε ότι αφορά στο θέμα των υλικών αγαθών.  Δυστυχώς στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των δύο εποχών, από την άποψη της ανθρωπιστικής θεώρησης του κόσμου.
            Ούτε καλύτερες μέρες ζούμε οι άνθρωποι σήμερα, ούτε έχουμε στρέψει ολότελα τα μάτια μας προς το φως, ενώ λοξοκοιτάζουμε όλο και περισσότερο προς το σκοτάδι.
            Οι ουμανιστικές αξίες σήμερα δεν αποτελούν προτεραιότητα του κόσμου, που τείνει να προτιμάει περισσότερο τα υλικά αγαθά και να ταλαντεύεται ανάμεσα στις πάμπολλες και διχαστικές δοξασίες των κατά καιρούς εμφανιζόμενων μωροφιλόδοξων, που επιτήδεια παρασύρουν τους αφελείς και εύπιστους στην ουτοπία.
            Δικαιοσύνη και ισονομία, αξίες για τις οποίες έγινε η Γαλλική Επανάσταση, κάθε άλλο παρά υπάρχουν.  
            Όμως οι θρησκευτικοί και εθνικιστικοί φανατισμοί φουντώνουν, πάλι σχεδόν παντού και ο φόβος να μας οδηγήσουν πίσω στο σκοταδισμό και στη βαρβαρότητα του Μεσαίωνα είναι προ των πυλών.
            Μήπως εξαφανίστηκε η φτώχεια και εξαλείφτηκε η πείνα από τον κόσμο;
            Μήπως σταματήσαμε τους πολέμους και εγκαταστήσαμε μόνιμα την ειρήνη πάνω στη γη;
            Υπάρχει πραγματική αγάπη μεταξύ των ανθρώπων ή βασιλεύει παντού το μίσος, ο εγωισμός και ο υπέρμετρος ατομικισμός;
            Υπάρχει πράγματι μεγάλη πνευματική ανέλιξη του ανθρώπου από τότε, ναι, έχουμε προοδεύσει πολύ, έχουμε πάει στο φεγγάρι και σχεδιάζουμε να πάμε και σ’ άλλα αστέρια. Η τεχνολογία μας βοήθησε να πετάξουμε στο διάστημα, να περπατήσουμε ακόμα και στο κενό του χάους, αλλά στη γη παραμένουμε καρφωμένοι με όλες τις μικρότητές μας.  Και ακόμα, αντί να θαυμάσουμε το μέγεθος της απεραντοσύνης της Δημιουργίας του Θεού, απομακρυνθήκαμε απ’ αυτόν και θεοποιήσαμε τον άνθρωπο. Κομπορρημονούμε με τον άκρατο εγωισμό και τον ατομικισμό μας κι ας τρέμουμε, κι ας παραλύουμε  μπροστά στα ακραία φυσικά φαινόμενα, που αδυνατούμε να ερμηνεύσουμε και περισσότερο να τα αντιμετωπίσουμε. Και παρά τη μικρότητά μας και τις ατέλειές μας, σε ατομικό επίπεδο επιδιώκουμε την κερδοφορία και τον πλουτισμό. Όσοι σκοπεύουν σ’ αυτά τα πετυχαίνουν με απληστία, χρησιμοποιώντας πάντοτε την ιδιοτέλεια και την  σκοπιμότητα σε κάθε βήμα της ζωής τους. Αυτοί είναι και εκείνοι που εφευρίσκουν εύκολα την απάτη και την εξαπάτηση ανθρώπων και πολιτείας, προκειμένου να πετύχουν τους άνομους σκοπούς τους.  Η ιδιοτέλεια είναι που σκοτώνει τα ιδανικά, καλύπτει και αχρηστεύει κι αυτές ακόμα τις αγαθές προθέσεις.
            Όλα αυτά, ή τα περισσότερα απ’ αυτά, δεν έλειπαν στην εποχή του Ντίκενς, γιατί είναι μέσα στις ανθρώπινες αδυναμίες.  Έλειπαν όμως κάποια σημαντικά επιτεύγματα για τα οποία καυχόμαστε σήμερα.
            Στις μέρες μας αναπτύχθηκε στο έπακρο η διαφήμιση και γι’ αυτό ο αιώνας μας ονομάστηκε αιώνας της Διαφήμισης. Δυστυχώς η διαφήμιση δε λέει ολόκληρη την αλήθεια, την κρύβει και λέει, στα φανερά, ψέματα, επιδιώκοντας να παρασύρει τον κόσμο να «αγοράσει» το  διαφημιζόμενο προϊόν ή να ασπασθεί μια άποψη που τάχα είναι καλύτερη από μια άλλη, που την ανταγωνίζεται.  Άρα, είναι φανερό, πού σκοπεύει η διαφήμιση, αλλά δυστυχώς πετυχαίνει τελικά στο σκοπό της με την επιτήδεια και μεθοδευμένη  επένδυση της προβολής της και το συχνό βομβαρδισμό του κοινού από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Πόλεμος και συμφέροντα κρύβονται πίσω και από τη διαφήμιση.
            Εκείνο που οπωσδήποτε έλειπε  από την εποχή του Ντίκενς ήταν η εύκολη επικοινωνία. Οι άνθρωποι της εποχής του ασφαλώς επικοινωνούσαν, αλλά με μεγάλη βραδύτητα. Ειδήσεις, αλληλογραφία, εντολές, διαταγές και λοιπά μεταφέρονταν με πεζούς αγγελιοφόρους, με κάρα και άμαξες. Σήμερα εμείς καυχιόμαστε πως στον τομέα αυτόν έχουμε θριαμβεύσει. Διαθέτουμε, αεροπλάνα, γρήγορα τρένα και προπαντός  τηλέφωνα, σταθερά και κινητά, Φαξ, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, έχουμε το διαδίκτυο, τα e-mail και τα SMS και μ’ αυτά τα μέσα παίρνουμε εύκολα και άμεσα τις πληροφορίες από παντού και μαθαίνουμε τα γεγονότα και συγχρόνως τα βλέπουμε στην τηλεόραση την ίδια στιγμή που συμβαίνουν. Με το διαδίκτυο μπορούμε να παρακολουθούμε συζητήσεις  και να συμμετέχουμε σε σ’ αυτές,  ακόμα κι αν γίνονται στο άλλο ημισφαίριο της γης. Κανένας κάτοικος της γης δεν μπορούσε να φανταστεί, όχι το δέκατο όγδοο αιώνα, αλλά ούτε και πριν από κάποιες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, πως θα ήταν δυνατόν να φθάσουμε ως εδώ, που βρισκόμαστε σήμερα.         
            Το διαδίκτυο αναμφισβήτητα προσφέρει στον καθένα μας εξαιρετικές και ανεκτίμητες υπηρεσίες: Άμεση πληροφόρηση και ενημέρωση, ευκαιρία για σπουδές, έρευνα και επιμόρφωση, ευκαιρία για περιήγηση στον κόσμο και στον πλανήτη  οποιαδήποτε στιγμή του εικοσιτετραώρου.  Δεν υπάρχουν όμως κίνδυνοι από τη χρήση του; Συμβαίνουν ήδη πάρα πολλές παρενέργειες, η εξάρτηση, η παραπληροφόρηση, οι υποκλοπές πληροφοριών και η χρησιμοποίησή τους για κακούς σκοπούς, είναι μερικές απ’ αυτές. Το κακό παραμονεύει παντού.
            Με όχημα το διαδίκτυο αναπτύχθηκαν τα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως είναι το Facebook, το Twitter, το  youTube, to e-mail, το Histogram και άλλα, με τα οποία δίνεται η ευκαιρία στους πολίτες να επικοινωνούν μεταξύ τους και να ανταλλάσσουν γνώμες και ιδέες επί παντός επιστητού. Εκεί λοιπόν, γίνεται το έλα να δεις, εκεί βασιλεύει αλαλούμ, από τα εκατομμύρια των συνομιλητών και τους μύριους τρόπους με τους οποίους εκφράζονται, ελευθερία του λόγου και της έκφρασης το λένε, αλλά πρόκειται για Βαβυλωνία.
            Είναι γνωστός ο μύθος του Πύργου της Βαβέλ και τα αποτελέσματά του.  Στο σημερινό Πύργο της Βαβέλ, που είναι το διαδίκτυο, οι άνθρωποι ομιλούν την ίδια γλώσσα, την Αγγλική που καθιερώθηκε ως διεθνής. Άρα, η έλλειψη συνεργασίας και η ασυνεννοησία δε θα προκύψουν από τη γλώσσα, αλλά από τις αντίθετες και αντιφατικές γνώμες που καταγράφονται με τρόπο επίμονο, πρόχειρο και δυσνόητο. Ο καθένας λέει και γράφει αυτό που ξέρει, αλλά και αυτό που δεν ξέρει, αυτό που θέλει ο ίδιος να γράψει και αυτό που άλλοι του το επιβάλλουν.  Με τον τρόπο αυτό υπάρχει φόβος κάποτε να μην υπάρξει ομοφωνία και να προκύψει σύγχυση και ασυνεννοησία όχι μόνο ανάμεσα στον απλό λαό, αλλά και μεταξύ των ειδικών και υπεύθυνων ανθρώπων και να καταλήξουμε στο ίδιο ή και σε χειρότερο ακόμα  σημείο, από εκείνο στο οποίο βρέθηκαν οι αρχαίοι Βαβυλώνιοι. Μήπως το διαδίκτυο είναι μια άλλη μορφή του Πύργου της Βαβέλ, που μας οδηγεί πάλι προς την σύγχυση και την αδυναμία συνεννόησής μας, για να αποδεχθεί τελικά, πως τίποτε δεν άλλαξε από τότε στην ανθρώπινη φύση μας (παραμένουμε αλαζόνες και βλάσφημοι) και πως μέσα μας βασιλεύουν ακόμα η ματαιότητα, η υπεροψία, ο  εγωισμός και η δίψα για απόκτηση αχρείαστης δύναμης;  

                                                                                           06/11/2015