Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

Η Εκθεμελίωση της Πατρίδας μας

 Η εκθεμελίωση της πατρίδας μας.
Γεωργίου Αθ. Δαλαμάγκα. Γιατρού καρδιολόγου.
            Στο βιβλίο που εξέδωσα το 2006 με  τίτλο «Η Κατεδάφιση», εξέφραζα με αλληγορικό τρόπο την απογοήτευσή μου από την είσοδό μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Περιέγραφα την πατρίδα μας σαν μια μονοκατοικία στην οποία οι Έλληνες ιδιοκτήτες της ζούσαμε αρμονικά διατηρώντας τις παραδόσεις της φυλής μας και πιστεύοντας στις αξίες που δημιούργησαν οι πρόγονοί μας, οι αρχαίοι Έλληνες, και που συμπλήρωσε η ορθόδοξη χριστιανική μας πίστη. Ασφαλώς σε μια τέτοια διαβίωση δεν έλειπαν οι προστριβές, τα παράπονα, οι κακίες και οι γκρίνιες, αλλά όλα ξεπερνιούνταν με την ανοχή και την συγκατάβαση όλων. Συχνά, όπως έγραφα, υπήρχαν και μεγάλες παρεκτροπές που δημιούργησαν μεγάλα προβλήματα.  
Όπως ήταν φυσικό ο κόσμος με τον καιρό άλλαξε, οι οικονομικές απαιτήσεις της «μονοκατοικίας» αυξήθηκαν, ενώ η έκταση και η απόδοση της εκμεταλλεύσιμης γης μειώθηκαν  και η εργασία των μελών της οικογένειας δεν απέδιδε όσα ήταν απαραίτητα για την άνετη διαβίωση αυτών στη νέα εποχή. Την ίδια εποχή φάνηκε στον ορίζοντα σαν ευκαιρία η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε), ενός Συνεταιρισμού κρατών που το καθένα κράτος, έλεγαν οι διακηρύξεις,  θα ήταν ισότιμο προς τα άλλα, ανεξάρτητα από την ισχύ του, από την έκταση της επικράτειάς του και τον πληθυσμό του. Την Ε.Ε., την αποκάλεσα «Πολυκατοικία» στην οποία μετακόμισαν οι έως τότε ένοικοι της μονοκατοικίας, οι Έλληνες.
Η είσοδό μας στην Ε.Ε. υποσχόταν μεγάλες αλλαγές στη ζωή μας, οι οποίες θα έφερναν σε όλους περισσότερες ευκαιρίες για εργασία, περισσότερα υλικά αγαθά και μεγαλύτερη ασφάλεια. Η Δημοκρατία θα κατοχυρωνόταν οπωσδήποτε και η Ευημερία και η Ειρήνη των λαών της Ευρώπης θα ήταν πια μόνιμες.  Η συγκυρία για να επιτευχθούν όλα αυτά ήταν ευνοϊκή, αφού η πτώση του τείχους του Βερολίνου και η αποκαθήλωση του Σιδερού παραπετάσματος αναδείκνυαν την Ε.Ε. κυρίαρχη. Δυστυχώς οι μεγάλες προσδοκίες μας δεν επαληθεύτηκαν και άρχισαν να φαίνονται οι αδυναμίες της Ε.Ε. Μια απόδειξη είναι η αδυναμία των κρατών της Ε.Ε. να ψηφίσουν ένα κοινό σύνταγμα και να αναγνωρίσουν ως σύνορα της Ε.Ε. τα σύνορα των χωρών που συνόρευαν  με  χώρες που δεν ανήκαν στην Ε.Ε.  Αλλά η δική μου μεγάλη απογοήτευση δεν προήλθε μόνο από αυτά ή από τις πάμπολλες ατασθαλίες που έλαβαν χώρα στη χώρα μας από τις χορηγήσεις της Ε.Ε. προς τις διάφορες παραγωγικές τάξεις μας. Η απογοήτευσή μου  προήλθε από την απαξίωση των ηθικών αξιών με τις οποίες είχε γαλουχηθεί ο λαός μας επί αιώνες και από την έλλειψη σεβασμού των  ιδιαιτεροτήτων μας. Η Ευρώπη κατοικείται από προηγμένους λαούς οι οποίοι έχουν διαφορετική καταγωγή και ιστορία, δικό τους πολιτισμό και διαφορετική κουλτούρα. Η Ε.Ε. υποσχόταν την ανοχή της διαφορετικότητάς μας (την ορθοδοξία μας και τη κληρονομική μας κουλτούρα), αφού μέσα στις αρχές της  είναι η αποδοχή των ιδιαιτεροτήτων των λαών της και η ενσωμάτωσή τους σε μια ενιαία κουλτούρα στο απώτερο μέλλον της.  Η αποτυχία της εφαρμογής στην πράξη αυτών των αρχών της πιθανόν να οφείλεται και σε ένα άλλο γεγονός. Τον ίδιο σχεδόν καιρό, η ανάπτυξη της Αμερικής,  η ανάμειξή της στα ευρωπαϊκά θέματα και κυρίως ο ανταγωνισμός της με την Ευρώπη σε πολλά πεδία, όπως και η καθιέρωση και η αποδοχή όμοιων κανόνων στο διεθνές εμπόριο, αλλά  και η εξάπλωση της χρήσης του διαδικτύου, επέβαλαν την παγκοσμιοποίηση. Ολόκληρος ο κόσμος έγινε μια γειτονιά και η παγκοσμιοποίηση σαρώνει τα πάντα και επηρεάζει τη ζωή όλων των κατοίκων της γης και περισσότερο δε βοηθάει τους υπανάπτυκτους και αδύνατους λαούς, αλλά τους υποχρεώνει σε μόνιμη φτώχεια. Όλοι πρέπει να τρέχουν, όχι να βαδίζουν, αλλά να τρέχουν, με την ίδια ταχύτητα, μπορούν δεν μπορούν.
Όλα αυτά άρχισαν να απογοητεύουν. Το ακόμα χειρότερο είναι πως η μη ανοχή της διαφορετικότητας των λαών οδήγησε στο ξύπνημα του εθνικισμού και του  ρατσισμού ανάμεσα  στους κατοίκους πολλών ευρωπαϊκών κρατών με συνέπειες που άρχισαν πλέον να εκδηλώνονται φανερά.  Έτσι βλέπουμε 1ον) τους ηγέτες της Ευρώπης  να προτάσσουν φανερά  των συμφερόντων της Ε.Ε, τα συμφέροντα του δικού τους κράτους και 2ον) βλέπουμε σε όλα σχεδόν τα κράτη ομάδες ανθρώπων, οργανώσεων και κομμάτων να αναπτύσσουν ξενοφοβικά σύνδρομα. Οι διακηρύξεις περί ισοτιμίας και αλληλεγγύης των λαών πήγαν  στον αέρα.
Η χώρα μας σε όλα τα χρόνια που υπήρξε ισότιμο μέλος της Ε.Ε., είχε πολλά οικονομικά οφέλη, αλλά δεν κατόρθωσε να προσαρμοστεί και να εφαρμόσει με ακρίβεια και συνέπεια τους κανόνες και τους νόμους που ισχύουν για τη λειτουργία του πλήρους μέλους. Δεν κατορθώσαμε να μάθουμε να κολυμπάμε στα ξένα νερά και παραμείναμε κολυμβητές των γνωστών δικών μας θολών νερών.
Πού βρίσκεται και προς τα πού βαδίζει σήμερα η χώρα μας; Όλοι ζούμε τη δεινή κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει και όλοι παραδεχόμαστε πως τη μεγαλύτερη ευθύνη για την κατάντια μας τη φέρνουν οι πολιτικοί, αλλά δεν πρέπει να  βγάζουμε εντελώς έξω από την ευθύνη και τους εαυτούς μας.  Σήμερα η χώρα μας  από τα κατ’ επανάληψη τραγικά λάθη μας, από την ανικανότητα, τις διχόνοιες και τις ασυμφωνίες των πολιτικών μας δεν κατεδαφίζεται, αλλά ανασκάφτεται βαθειά, όχι για να ανοικοδομηθεί εκ νέου, όπως γινόταν παλιότερα με την κατεδάφιση των παλιών κατοικιών, αλλά για να ταφεί οριστικά. Δε βρισκόμαστε στο χείλος του γκρεμού, βρισκόμαστε στον πάτο του βαράθρου και δεν μπορούμε ούτε να αναπνεύσουμε. Μας πνίγουν  εχθροί και φίλοι. Δεν αντιληφθήκαμε ποτέ πως  δεν έχουμε αγνούς φίλους. Κανένας δεν είναι φίλος μας, ο καθένας κοιτάζει πρώτα το δικό του συμφέρον και όποιος μας συμπεριφέρθηκε κάποτε σαν φίλος, το έκανε μόνο για το συμφέρον της δικής του πατρίδας και όχι γιατί μας αγαπούσε. Ποιος θα σώσει λοιπόν την Πατρίδα μας;
Να μην έχουμε αυταπάτες και να περιμένουμε κάποιον σωτήρα να μας σώσει. Πολύ περισσότερο να μην αναζητήσουμε πάλι τη σωτηρία μας στους ξένους.  Ο ξένος και να μας σώσει προσωρινά, θα το κάνει από δικό του συμφέρον και θα μας οδηγήσει γρήγορα πίσω σε νέα και ίσως σε μεγαλύτερη σκλαβιά.  Αυτό έχει συμβεί επανειλημμένα στην πρόσφατη Ιστορία μας. Να μην δεχτούμε λοιπόν τη σωτηρία μας από κανένα ξένο, αλλά ούτε και ένας Έλληνας μπορεί να μας σώσει από μόνος του. Όλοι μαζί οι Έλληνες αν ενωθούμε σε ένα σώμα και σε μια ψυχή θα σώσουμε την Πατρίδα. Να αφήσουμε κατά μέρος τους προσωπικούς και κομματικούς εγωισμούς, να κάνουμε πάλι την υπέρβαση και να προχωρήσουμε ομόθυμα, ομόψυχα και ομόφωνα στον υπέρτατο σκοπό μας. Έτσι μόνο είναι βέβαιο πως θα τη σώσουμε, όπως το έκαναν πολλές φορές οι πρόγονοί μας, στο απώτερο και στο πρόσφατο παρελθόν, όταν ενώθηκαν απαλλαγμένοι από τα πάθη τους και την κατάρα της διχόνοιας.  Και όταν τη σώσουμε να πούμε πως όλοι μαζί τη σώσαμε. Κανέναν να μην ονοματίσουμε σαν σωτήρα μας, γιατί θα κάνουμε πάλι το ίδιο λάθος και θα αρχίσουν πάλι οι τσακωμοί και οι φαγωμάρες μεταξύ μας.
                                                                          18-03-2016.



Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Το Φθινόπωρο τότε


Το Φθινόπωρο τότε.
 Γεωργίου Αθ. Δαλαμάγκα. Γιατρού Καρδιολόγου.

          Καλώς ήρθε το παλικάρι μου, με καλωσόρισε καταχαρούμενη η μάνα μου, μόλις με είδε να δρασκελίζω το σκαλοπάτι της εισόδου της αυλής μας φορτωμένος με τ’ άπλυτά μου. Άνοιξε διάπλατα την αγκαλιά της και μ’ έσφιξε με λαχτάρα. Δευτερόλεπτα πριν με είχε υποδεχτεί με χαρούμενα γαβγισματάκια, κουνήματα και γλειψίματα ο Λέων, που τώρα στριφογύριζε  χαρούμενος γύρω μας, κουνώντας συνεχώς πέρα δώθε την ουρά του και κάνοντας και κάποια σάλτα πάνω μας, να γίνει κι εκείνος ένα μαζί μας, όσο εγώ και η μάνα μου στεκόμασταν αγκαλιασμένοι.
            Ήταν απόγευμα Σαββάτου στις αρχές Οκτωβρίου του έτους 195., που για πρώτη φορά επέστρεφα στο σπίτι, ένα μήνα περίπου από τότε που είχα πάει στη Βάλτα για να παρακολουθήσω τα μαθήματα της Πρώτης Γυμνασίου. Περίμενα πως θα είχαν αλλάξει πολλά από τότε που είχα φύγει, αλλά δεν ήταν πολλά ή μάλλον ήταν τα συνηθισμένα που κάθε Φθινόπωρο συνέβαιναν και τα προηγούμενα χρόνια. Σε μένα φάνηκαν πολλά.
            Η αυλή μας είχε αρχίσει να χορταριάζει στις άκρες της  και τα φύλλα της κληματαριάς μας καστανοκίτρινα, μαραμένα και νεκρά,  είχαν πέσει κάτω και κάλυπταν ολόκληρη την επιφάνεια της αυλής, που σκίαζαν στους καλοκαιρινούς μήνες. Η ροδιά μας στη γωνία είχε γίνει μια νυφούλα με τα ολοκίτρινα φύλλα της που δεν ήθελε ακόμα να τα αποχωριστεί. Μόνο η μουσμουλιά δεν είχε πάρει είδηση για τον ερχομό του χειμώνα και διατηρούσε ακόμα καταπράσινα τα φύλλα της και κατακίτρινους τους στυφούς καρπούς της.
            Μ’ άρεσε πολύ τότε το Φθινόπωρο, χωρίς να εξετάσω ποτέ τους λόγους που συνέβαινε αυτό. Τώρα που το σκέπτομαι, βρίσκω μερικούς απ’ αυτούς.
            Είχαν τελειώσει οι πολλές και δύσκολες δουλειές του καλοκαιριού. Όλες οι σοδειές μας βρίσκονταν στις αποθήκες. Σε κάποια δωμάτια  βουνό ήταν το σιτάρι και ένα-δυο καρπούζια ή πεπόνια επέπλεαν στο σωρό του. Η βρώμη, το κριθάρι, το καλαμπόκι και το σουσάμι, χύμα κάτω στο δάπεδο ή στα τσουβάλια είχαν σωρευτεί στην αποθήκη, στο κατώι ή στην καλύβα μας. Το άχυρο είχε αποθηκευτεί στο βάθος της καλύβας, να ’χουν να φάνε τα ζώα μας, ενώ στους μπροστινούς χώρους της, ήταν έτοιμα και τα παχνιά τους. Εκεί θα ξεχειμώνιαζαν, εκεί θα ξεκουράζονταν και θα ανταμείβονταν κι αυτά για  τους κόπους τους. Το κρασί στο κατώι έβραζε μέσα στα βαρέλια, ωριμάζοντας και το τσίπουρο θα γέμιζε σε λίγο τις γυάλινες νταμιτζάνες μας. Το λάδι, όσο δεν είχε ξοδευτεί, ήταν μέσα στα κιούπια και οι τρούφες ελιές στα καδιά τους. Το τυρί καλυμμένο από το γάρο ωρίμαζε μέσα στους γαλβανισμένους τενεκέδες. Το μέλι, ανθόμελο, πευκόμελο ή σουσσουρίσιο ήταν μέσα σε δοχεία έτοιμο για κατανάλωση ή πώληση. Βάζα γεμάτα με ρετσέλια, γλυκά και μαρμελάδες γέμιζαν τα ράφια και τα ντουλάπια του σπιτιού μας. Αρμαθιές από κρεμμύδια κι από σκόρδα κρέμονταν στους τοίχους του κατωγιού και της αποθήκης.  Τα ρόδια και τα κυδώνια μέσα σε πανέρια ή σε καλαθάκια στόλιζαν τα τραπέζια ή δεμένα κι αυτά σε αρμαθιές κοσμούσαν τους τοίχους ή τα ταβάνια του μικρού σαλονιού και των δωματίων.
            Ολόκληρος ο κόπος της χρονιάς ήταν συμμαζεμένος μέσα το σπίτι μας για να βοηθήσει την οικογένεια να ξεχειμωνιάσει αυτάρκης σε αγαθά.
            Ένας άλλος λόγος για τον οποίο μου άρεσε τότε το Φθινόπωρο, που τώρα τον σκέπτομαι, πρέπει να ήταν και η ηρεμία και η χαλάρωση που έβλεπα στο φέρσιμο του πατέρα μου. Ολόκληρο τον χρόνο ο άνθρωπος δεν ησύχαζε καθόλου. Πήγαινε από τη μια δουλειά στην άλλη, ξυπνούσε από τα χαράματα και επέστρεφε κατάκοπος νύχτα. Τον έβλεπα να είναι πάντοτε σκεπτικός, κουρασμένος και συχνά ανήσυχος. Είχε τόσα πολλά στο κεφάλι του, που δεν περνούσαν τότε απ’ το δικό μου μυαλό.  Χαιρόμουν λοιπόν που τον έβλεπα να μην ξυπνάει απ’ τα χαράματα το Φθινόπωρο, αφού τον πρόφταινα να πλένεται και να χτενίζεται, να παίρνει το πρωινό του και να φεύγει για τη δουλειά χωρίς βιασύνη. Ούτε αργούσε το βράδυ να επιστρέψει. Με τον ήλιο επέστρεφε και αισθανόμουν την ικανοποίηση που ένιωθε απ’ τη δουλειά του. Μάλιστα ένα βράδυ μου είπε: «Να ήσουν σήμερα στο χωράφι να νιώσεις τη μοσχοβολιά της χωματίλας της γης μας, καθώς την όργωνα με τ’ αλέτρι και να μυρίσεις την ευωδιά του πεύκου που έφθανε απ’ το δάσος!», μου είπε χωρίς να τον ρωτήσω τίποτε εγώ. Ήταν η εποχή που ετοίμαζε τα χωράφια για το σπαρμό των σιτηρών. Πού να ανοίξει το στόμα του να σου πει κάτι τέτοιο σε άλλη εποχή! Την άνοιξη, για παράδειγμα, οι ευωδιές έξω στη φύση είναι άσωτες και διάσπαρτες παντού, αλλά τότε εκείνος δεν είχε μυαλό για τέτοια, άλλοι απολάμβαναν τα καλά της άνοιξης. Εκείνος είχε άλλες σκοτούρες, αφού ερχόταν το καλοκαίρι, η εποχή της συγκομιδής των κόπων του και πολλές διαδικασίες βρισκόταν στο δρόμο τους. Εξάλλου την άνοιξη ο καθένας οσμίζεται το άρωμα των λουλουδιών από το ξύπνημα της φύσης. Εκείνος, ο γεωργός, ο πραγματικός καλλιεργητής, ήταν ίσως από τους λίγους που μπορούσε να αφουγκράζεται τις μυστικές μυρωδιές της γης στην προετοιμασία της για την αλλαγή της εποχής.    
            Κι αν δεν ήταν καλή η σοδειά της χρονιάς; Δεν τον είδα ποτέ να απελπίζεται. Αντίθετα τον άκουσα να λέει «έχει ο θεός. Έχουμε τη νέα παραγωγή του λαδιού κι έχουμε και το «γέννου» των κατσικιών και το γάλα των μανάδων του, θα έχουμε κάτι να παίρνουμε κι απ’ αυτά. Του χρόνου μπορεί να είναι όλα καλύτερα, όλες οι χρονιές δεν είναι ίδιες και δόξα στο Θεό να λέμε», συμπλήρωνε.
            Όλα, λοιπόν, ήταν χαλαρά κι ευχάριστα το Φθινόπωρο. Και στην περίπτωση που δεν ήταν έτσι, οι άνθρωποι έδιναν τις λύσεις με την υπομονή και την ελπίδα και στηρίζονταν στη θέλησή τους και στην πίστη τους στις δικές τους δυνάμεις, όπως και στη βοήθεια που περίμεναν από το Θεό.
            Αφού όλα ήταν τακτοποιημένα και οι ψυχές ήρεμες, ήταν καιρός για λίγο μεγαλύτερη χαλάρωση και για κουτσομπολιό.  Ήταν η εποχή για τα νυχτέρια. Σε κάθε γειτονιά μια από τις νοικοκυρές μόλις σουρούπωνε, άναβε στην αυλή της μια μεγάλη φωτιά. Φεγγοβολούσε όλη η γειτονιά από τις δυνατές φλόγες που έδιναν οι «σχίζες» του δαδιού. Έτρεχαν τότε, το ένα μετά το άλλο, όλα σχεδόν τα ενήλικα μέλη της οικογένειας και των γειτόνων επίσης και με το σκαμνάκι τους έπαιρναν θέση γύρω απ’ τη φωτιά.  Οι γυναίκες έφερναν μαζί τους το εργόχειρό τους, το πλεκτό, το αδράχτι και τη ρόκα τους. Οι άνδρες έφερναν μαζί τους τη διάθεσή τους για το καλαμπούρι και το χωρατό, εκτός αν υπήρχε κάποιος φιλομαθής, οπότε θα έφερνε κάποιο απόκομμα παλιάς εφημερίδας και θα προσπαθούσε να διαβάσει τα «νέα», που ήταν βέβαια παλιά. Σε λίγο όμως την προσοχή όλων αποσπούσε η πρωτοβουλία μιας συνήθως γεροντότερης γυναίκας, «της μάνας»  που έπαιρνε το λόγο και έλεγε:  «Κούρμαχος και κουρμαχίνα έχουν ή είχαν πέντε κουρμαχάκια. Ποιος ήταν;», ρωτούσε. Και τότε ο καθένας προσπαθούσε να βρει ποια ήταν η οικογένεια που είχε πέντε παιδιά, αφού διευκρινιζόταν, ύστερα από ερωτήσεις, πόσα απ’ τα κουρμαχάκια ήταν αρσενικά και πόσα θηλυκά. Όταν κάποιος εύρισκε ποια ήταν η οικογένεια, το λόγο έπαιρνε άλλος ή άλλη για να θέσει με τον ίδιο τρόπο την ερώτηση για άλλη οικογένεια. Και το γαϊτανάκι αυτό συνεχιζόταν κάμποση ώρα ή μπορεί και προσωρινά να διακοπτόταν, γιατί έδινε την αφορμή σε κάποιον να θυμηθεί και άρα να διηγηθεί ένα πραγματικό ή γνωστό από διαδόσεις γεγονός, (πάθημα, ιστορία κ.λ.π.), που είχε σχέση με την «κουρμαχική» οικογένεια, την οποία έκρυβε το ερώτημα της «μάνας».  Έτσι από το κούρμαχος και κουρμαχίνα, τα αινίγματα, γιατί έλεγαν και τέτοια, τα αστεία και τα καλαμπούρια περνούσαν ευχάριστα την ώρα τους ως τα μεσάνυχτα περίπου.  Καλοδεχούμενο ήταν ακόμα και κάποιο αθώο και ακίνδυνο, κατά κανόνα, πετροβόλημα από νεαρούς, συνήθως από άλλη γειτονιά, που επέστρεφαν από το ψάρεμα με το πεζόβολο ή από την επιδρομή τους σε κάποιον ατρύγητο κήπο απ’ όπου είχαν κλέψει ρόδια ή κυδώνια. Με όποιον τρόπο πάντως κι αν τελείωνε το βράδυ, το πρωί όλοι θα πήγαιναν στις δουλειές τους και το νυχτέρι οπωσδήποτε θα επαναλαμβανόταν το βράδυ.
            Αναπολώ τα χρόνια εκείνα και συγκρίνω την απλή ζωή που βίωναν οι άνθρωποι τότε και τη συγκρίνω με τη δική μας ζωή και νοοτροπία που έχουμε στην αντιμετώπιση των προβλημάτων μας, που οπωσδήποτε είναι πολύ μικρότερα τώρα, αλλά που εμείς τα αντιμετωπίζουμε πολύ διαφορετικά από τους ανθρώπους εκείνης της εποχής, που δεν είχαν ζήσει ποτέ τον υλικό πλούτο, αλλά οι καρδιές τους έκρυβαν μέσα τους πλούτο ψυχής.  «Εκείνοι ήταν φτωχοί πλούσιοι κι εμείς είμαστε πλούσιοι φτωχοί», γράφει στο βιβλίο του «Το Πολύχρονο», ο Γεώργιος Β. Καιάφας.



                                                      31-01-2016. 

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

Πλούσιος αγάπησε φτωχή

Δημώδες.
Ο πλούσιος αγάπησε φτωχή για να την πάρει
κι η μάνα του σαν τ’ άκουσε πολύ της βαρυφάνει.
Πάρε υγιέ μου πλούσια, πάρε πριγκιποπούλα
να περπατεί καμαρωτά σαν μια βασιλοπούλα.
Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ο πλούσιος φτωχαίνει
και η φτωχή παντρεύεται και πλούσιον  επαίρνει.
Μια Κυριακή πρωί πρωί, μια επίσημη ημέρα
τον εραστή της συναντά ζητιάνο, να γυρεύει.
Πάρε αυτά να ξυριστείς, πάρε αυτά ν’ αλλάξεις
και τη φτωχή να θυμηθείς κι από καρδιά να κλάψεις.
Κόρη άπονη, κόρη άσπλαχνη, κόρη καταραμένη
Που μούριξες στο Θεό αυτός να με παιδεύει.
Δε σούριξα στο Θεό αυτός να σε παιδεύει
Μον ’είναι ένα παράδειγμα όπου αγαπά να παίρνει.

       19-11-2015.
Από Μαρία Λυπηρίδου-Μπουλάκη (της το τραγουδούσε κάποια

γειτόνισσα της όταν ήταν μικρή.) Η Λαϊκή Μούσα τα έχει πει πριν από μας).

Ηδική μας Εποχή

Η δική μας Εποχή.
Γεωργίου Αθ. Δαλαμάγκα, Ιατρού-καρδιολόγου.
Ο Ντίκενς έγραψε:
            «Ήταν οι καλύτερες μέρες, ήταν οι χειρότερες μέρες, ήταν τα χρόνια της σοφίας, ήταν τα χρόνια της άνοιας, ήταν η εποχή της πίστης, ήταν η εποχή της ολιγοπιστίας, η εποχή του φωτός και η εποχή του σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας και ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε μπρος μας τα πάντα, είχαμε μπρος μας το τίποτε, πηγαίναμε όλοι στον Παράδεισο, πηγαίναμε όλοι στο αντίθετό του».
            Αυτή ήταν η εισαγωγή με την οποία άρχιζε ο Ντίκενς το πασίγνωστο μυθιστόρημα «Ιστορία Δύο Πόλεων» τότε, στην εποχή της Γαλλικής επανάστασης, σε μια προσπάθειά του να μεταδώσει, με το δικό του τρόπο, στους αναγνώστες του Λονδίνου τα όσα συνέβαιναν στο Παρίσι.
             Αν ζούσε σήμερα, τι θα έγραφε, άραγε, για τη δική μας εποχή; Υποτίθεται, σύμφωνα με τις προσδοκίες της παγκόσμιας εξέλιξης, πως θα εύρισκε τη δική μας εποχή ασύγκριτα καλύτερη από τη δική του. Αναμφισβήτητα είναι καλύτερη κυρίως σε ότι αφορά στο θέμα των υλικών αγαθών.  Δυστυχώς στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των δύο εποχών, από την άποψη της ανθρωπιστικής θεώρησης του κόσμου.
            Ούτε καλύτερες μέρες ζούμε οι άνθρωποι σήμερα, ούτε έχουμε στρέψει ολότελα τα μάτια μας προς το φως, ενώ λοξοκοιτάζουμε όλο και περισσότερο προς το σκοτάδι.
            Οι ουμανιστικές αξίες σήμερα δεν αποτελούν προτεραιότητα του κόσμου, που τείνει να προτιμάει περισσότερο τα υλικά αγαθά και να ταλαντεύεται ανάμεσα στις πάμπολλες και διχαστικές δοξασίες των κατά καιρούς εμφανιζόμενων μωροφιλόδοξων, που επιτήδεια παρασύρουν τους αφελείς και εύπιστους στην ουτοπία.
            Δικαιοσύνη και ισονομία, αξίες για τις οποίες έγινε η Γαλλική Επανάσταση, κάθε άλλο παρά υπάρχουν.  
            Όμως οι θρησκευτικοί και εθνικιστικοί φανατισμοί φουντώνουν, πάλι σχεδόν παντού και ο φόβος να μας οδηγήσουν πίσω στο σκοταδισμό και στη βαρβαρότητα του Μεσαίωνα είναι προ των πυλών.
            Μήπως εξαφανίστηκε η φτώχεια και εξαλείφτηκε η πείνα από τον κόσμο;
            Μήπως σταματήσαμε τους πολέμους και εγκαταστήσαμε μόνιμα την ειρήνη πάνω στη γη;
            Υπάρχει πραγματική αγάπη μεταξύ των ανθρώπων ή βασιλεύει παντού το μίσος, ο εγωισμός και ο υπέρμετρος ατομικισμός;
            Υπάρχει πράγματι μεγάλη πνευματική ανέλιξη του ανθρώπου από τότε, ναι, έχουμε προοδεύσει πολύ, έχουμε πάει στο φεγγάρι και σχεδιάζουμε να πάμε και σ’ άλλα αστέρια. Η τεχνολογία μας βοήθησε να πετάξουμε στο διάστημα, να περπατήσουμε ακόμα και στο κενό του χάους, αλλά στη γη παραμένουμε καρφωμένοι με όλες τις μικρότητές μας.  Και ακόμα, αντί να θαυμάσουμε το μέγεθος της απεραντοσύνης της Δημιουργίας του Θεού, απομακρυνθήκαμε απ’ αυτόν και θεοποιήσαμε τον άνθρωπο. Κομπορρημονούμε με τον άκρατο εγωισμό και τον ατομικισμό μας κι ας τρέμουμε, κι ας παραλύουμε  μπροστά στα ακραία φυσικά φαινόμενα, που αδυνατούμε να ερμηνεύσουμε και περισσότερο να τα αντιμετωπίσουμε. Και παρά τη μικρότητά μας και τις ατέλειές μας, σε ατομικό επίπεδο επιδιώκουμε την κερδοφορία και τον πλουτισμό. Όσοι σκοπεύουν σ’ αυτά τα πετυχαίνουν με απληστία, χρησιμοποιώντας πάντοτε την ιδιοτέλεια και την  σκοπιμότητα σε κάθε βήμα της ζωής τους. Αυτοί είναι και εκείνοι που εφευρίσκουν εύκολα την απάτη και την εξαπάτηση ανθρώπων και πολιτείας, προκειμένου να πετύχουν τους άνομους σκοπούς τους.  Η ιδιοτέλεια είναι που σκοτώνει τα ιδανικά, καλύπτει και αχρηστεύει κι αυτές ακόμα τις αγαθές προθέσεις.
            Όλα αυτά, ή τα περισσότερα απ’ αυτά, δεν έλειπαν στην εποχή του Ντίκενς, γιατί είναι μέσα στις ανθρώπινες αδυναμίες.  Έλειπαν όμως κάποια σημαντικά επιτεύγματα για τα οποία καυχόμαστε σήμερα.
            Στις μέρες μας αναπτύχθηκε στο έπακρο η διαφήμιση και γι’ αυτό ο αιώνας μας ονομάστηκε αιώνας της Διαφήμισης. Δυστυχώς η διαφήμιση δε λέει ολόκληρη την αλήθεια, την κρύβει και λέει, στα φανερά, ψέματα, επιδιώκοντας να παρασύρει τον κόσμο να «αγοράσει» το  διαφημιζόμενο προϊόν ή να ασπασθεί μια άποψη που τάχα είναι καλύτερη από μια άλλη, που την ανταγωνίζεται.  Άρα, είναι φανερό, πού σκοπεύει η διαφήμιση, αλλά δυστυχώς πετυχαίνει τελικά στο σκοπό της με την επιτήδεια και μεθοδευμένη  επένδυση της προβολής της και το συχνό βομβαρδισμό του κοινού από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Πόλεμος και συμφέροντα κρύβονται πίσω και από τη διαφήμιση.
            Εκείνο που οπωσδήποτε έλειπε  από την εποχή του Ντίκενς ήταν η εύκολη επικοινωνία. Οι άνθρωποι της εποχής του ασφαλώς επικοινωνούσαν, αλλά με μεγάλη βραδύτητα. Ειδήσεις, αλληλογραφία, εντολές, διαταγές και λοιπά μεταφέρονταν με πεζούς αγγελιοφόρους, με κάρα και άμαξες. Σήμερα εμείς καυχιόμαστε πως στον τομέα αυτόν έχουμε θριαμβεύσει. Διαθέτουμε, αεροπλάνα, γρήγορα τρένα και προπαντός  τηλέφωνα, σταθερά και κινητά, Φαξ, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, έχουμε το διαδίκτυο, τα e-mail και τα SMS και μ’ αυτά τα μέσα παίρνουμε εύκολα και άμεσα τις πληροφορίες από παντού και μαθαίνουμε τα γεγονότα και συγχρόνως τα βλέπουμε στην τηλεόραση την ίδια στιγμή που συμβαίνουν. Με το διαδίκτυο μπορούμε να παρακολουθούμε συζητήσεις  και να συμμετέχουμε σε σ’ αυτές,  ακόμα κι αν γίνονται στο άλλο ημισφαίριο της γης. Κανένας κάτοικος της γης δεν μπορούσε να φανταστεί, όχι το δέκατο όγδοο αιώνα, αλλά ούτε και πριν από κάποιες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, πως θα ήταν δυνατόν να φθάσουμε ως εδώ, που βρισκόμαστε σήμερα.         
            Το διαδίκτυο αναμφισβήτητα προσφέρει στον καθένα μας εξαιρετικές και ανεκτίμητες υπηρεσίες: Άμεση πληροφόρηση και ενημέρωση, ευκαιρία για σπουδές, έρευνα και επιμόρφωση, ευκαιρία για περιήγηση στον κόσμο και στον πλανήτη  οποιαδήποτε στιγμή του εικοσιτετραώρου.  Δεν υπάρχουν όμως κίνδυνοι από τη χρήση του; Συμβαίνουν ήδη πάρα πολλές παρενέργειες, η εξάρτηση, η παραπληροφόρηση, οι υποκλοπές πληροφοριών και η χρησιμοποίησή τους για κακούς σκοπούς, είναι μερικές απ’ αυτές. Το κακό παραμονεύει παντού.
            Με όχημα το διαδίκτυο αναπτύχθηκαν τα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως είναι το Facebook, το Twitter, το  youTube, to e-mail, το Histogram και άλλα, με τα οποία δίνεται η ευκαιρία στους πολίτες να επικοινωνούν μεταξύ τους και να ανταλλάσσουν γνώμες και ιδέες επί παντός επιστητού. Εκεί λοιπόν, γίνεται το έλα να δεις, εκεί βασιλεύει αλαλούμ, από τα εκατομμύρια των συνομιλητών και τους μύριους τρόπους με τους οποίους εκφράζονται, ελευθερία του λόγου και της έκφρασης το λένε, αλλά πρόκειται για Βαβυλωνία.
            Είναι γνωστός ο μύθος του Πύργου της Βαβέλ και τα αποτελέσματά του.  Στο σημερινό Πύργο της Βαβέλ, που είναι το διαδίκτυο, οι άνθρωποι ομιλούν την ίδια γλώσσα, την Αγγλική που καθιερώθηκε ως διεθνής. Άρα, η έλλειψη συνεργασίας και η ασυνεννοησία δε θα προκύψουν από τη γλώσσα, αλλά από τις αντίθετες και αντιφατικές γνώμες που καταγράφονται με τρόπο επίμονο, πρόχειρο και δυσνόητο. Ο καθένας λέει και γράφει αυτό που ξέρει, αλλά και αυτό που δεν ξέρει, αυτό που θέλει ο ίδιος να γράψει και αυτό που άλλοι του το επιβάλλουν.  Με τον τρόπο αυτό υπάρχει φόβος κάποτε να μην υπάρξει ομοφωνία και να προκύψει σύγχυση και ασυνεννοησία όχι μόνο ανάμεσα στον απλό λαό, αλλά και μεταξύ των ειδικών και υπεύθυνων ανθρώπων και να καταλήξουμε στο ίδιο ή και σε χειρότερο ακόμα  σημείο, από εκείνο στο οποίο βρέθηκαν οι αρχαίοι Βαβυλώνιοι. Μήπως το διαδίκτυο είναι μια άλλη μορφή του Πύργου της Βαβέλ, που μας οδηγεί πάλι προς την σύγχυση και την αδυναμία συνεννόησής μας, για να αποδεχθεί τελικά, πως τίποτε δεν άλλαξε από τότε στην ανθρώπινη φύση μας (παραμένουμε αλαζόνες και βλάσφημοι) και πως μέσα μας βασιλεύουν ακόμα η ματαιότητα, η υπεροψία, ο  εγωισμός και η δίψα για απόκτηση αχρείαστης δύναμης;  

                                                                                           06/11/2015

             

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2015

ΠΩΣ ΜΑΣ ΕΒΛΕΠΑΝ ΟΙ ΡΩΜΑΙΟΙ ΠΡΙΝ ΑΠΟ 2000 ΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΠΟΥ. ΤΕΛΙΚΑ, ΤΟΥΣ ΝΙΚΗΣΑΜΕ  Η ΟΧΙ;

Στο Σχολείο διδαχτήκαμε, πως οι Έλληνες νικήσαμε τους στρατιωτικά πανίσχυρους τότε Ρωμαίους κατακτητές μας με όπλα τη γλώσσα μας και τον πολιτισμό μας. Με την ευκαιρία μιας συζήτησης σχετικά με τη συμπεριφορά των Ρωμαίων προς τους Έλληνες θέλησα να ψάξω το θέμα περισσότερο, μήπως βρεθώ πλησιέστερα με την αλήθεια. Σε γενικές γραμμές διαπίστωσα τα εξής:
Η Ρώμη υιοθέτησε πολλούς από τους ελληνικούς μύθους, αναγνώρισε ελληνικές θεότητες ή τις ταύτισε με τις δικές της. Οι Ρωμαίοι θαύμαζαν τον Ελληνικό Πολιτισμό των κλασσικών χρόνων, αλλά περιφρονούσαν τους σύγχρονούς τους Έλληνες. Αυτούς τους αντιμετώπιζαν άλλοτε ως ανάξιους απογόνους  και άλλοτε ως αλλοτριωμένους υποτελείς. Αυτό δικαιολογείται εν μέρει από το γεγονός, ότι η κατάκτηση της χώρας μας από τους Ρωμαίους  έλαβε χώρα  σε περίοδο παρακμής, αφού προηγουμένως η αυτοκρατορία του Μέγα Αλέξανδρου είχε διαμελισθεί  και  οι επίγονοί του για πάνω από έναν αιώνα, πολεμούσαν συνεχώς μεταξύ τους. Ήμασταν πάλι διχασμένοι.
Οι Ρωμαίοι οικειοποιήθηκαν, ως λεία πολέμου τα επιτεύγματα του Ελληνικού Πολιτισμού, αφού τα θεωρούσαν ως λάφυρα που κατέκτησαν με τον πόλεμο, και τα εκμεταλλεύτηκαν τα μέγιστα προς όφελός τους.  Η οικειοποίηση αφορούσε σε όλα τα επιτεύγματα του Ελληνικού Πολιτισμού (πολιτικά,  κοινωνικά, επιστημονικά, και πνευματικά). Παρά ταύτα  τους Έλληνες τους φέρονταν με σκληρότητα και υπεροψία. Οι πιο διάσημοι Ρωμαίοι πνευματικοί ηγέτες έμαθαν και σπούδασαν την Ελληνική γλώσσα, που τους βοήθησε να κατανοήσουν τις επιστήμες, τη φιλοσοφία και τις τέχνες των αρχαίων Ελλήνων.
Η Ελληνομάθεια βοήθησε την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία να επεκταθεί ευκολότερα σε  όλες σχεδόν τις χώρες  που είχε κατακτήσει προηγουμένως ο Μέγας Αλέξανδρος και στις οποίες μιλιόταν η Ελληνική γλώσσα. Οι πιο διάσημοι Ελληνομαθείς ήταν ο Τίτος Φλαμίνικος, ο νικητής του Φιλίππου Β, το 198 π.χ., ο Αιμίλιος Παύλος, νικητής του τελευταίου Βασιλιά της Μακεδονίας, Περσέα (το 168 π.χ.), ο ποιητής Ιουβενάλης, ο Μάρκος Κάτων, ο Σκιπίων, ο μεγάλος πολιτικός, ρήτορας και συγγραφέας  Κικέρων και πολλοί άλλοι. Όλοι αυτοί στην αρχή ήταν Ελληνολάτρες αλλά και οι κατ’ εξοχήν άρπαγες των Ελληνικών θησαυρών. Στη συνέχεια όμως  μετατράπηκαν σε  μισέλληνες και κατήγοροι των συγχρόνων τους Ελλήνων, παρότι, τουλάχιστον σε κάποια χρονικά διαστήματα, πολλοί Ρωμαίοι άρχοντες για λόγους επίδειξης επεδίωκαν να έχουν Έλληνες ως συμβούλους, ακολούθους ή υπηρέτες.
Το γεγονός αυτό της μεταστροφής της ηγετικής  τάξης της Ρώμης κατά των αξιών του Ελληνικού Πολιτισμού και των Ελλήνων είναι δύσκολο να γίνει σήμερα κατανοητό. Η αρχή που λέει, πως ο πιο αχάριστος είναι ο ευεργετούμενος, δεν νομίζω πως έχει εδώ εφαρμογή. Ίσως η αιτία να ήταν η υπεροψία και η αλαζονεία των νικητών.  Υπάρχει άρα μεγάλη πιθανότητα να επιβλήθηκε από το Στρατιωτικό κατεστημένο του Ρωμαϊκού Ιμπεριαλισμού, που άρχισε να αντιλαμβάνεται, πως η επικοινωνία και η επαφή της κοινωνίας των Ρωμαίων πολιτών με τους Έλληνες ήταν δυνατόν να διαποτίσει τη ρωμαϊκή κοινωνία με τον τρόπο ζωής και σκέψης των Ελλήνων, που ήταν αντίθετος προς τα δικά τους ιμπεριαλιστικά σχέδια και ιδανικά. Φοβόταν πως μια τέτοια πρόσμιξη θα ήταν επικίνδυνη και θα είχε διαβρωτικό αποτέλεσμα στην κοινωνία και στην πανίσχυρη πολεμική μηχανή τους. Έπρεπε λοιπόν να αναπτυχθεί ένας επιθετικός μισελληνισμός για να σταματήσει η προώθηση της ανθρωπιστικής ελληνικής παιδείας, οι συνήθειες και ο τρόπος ζωής των Ελλήνων. Οι Ρωμαίοι ήταν πολεμοχαρείς, ανέπτυξαν μια τεράστια στρατιωτική μηχανή με την οποία επέκτειναν τα όρια της Αυτοκρατορίας τους, αρέσκονταν περισσότερο στα όπλα και στις μάχες, διασκέδαζαν περισσότερο στην αρένα με τις μονομαχίες και τους σκοτωμούς, παρά να ασχολούνται με τις φιλοσοφίες, με τα θέατρα και τα τραγούδια των Ελλήνων.  Έπρεπε λοιπόν να βρεθεί τρόπος ώστε να καταπολεμηθεί κάθε ανθρώπινο ιδεώδες, (άρα Ελληνικό).
Με τον τρόπο αυτό επιβλήθηκε η μεταστροφή της συμπεριφοράς των διάσημων Ελληνοαναθρεμμένων Ρωμαίων πολιτών στους οποίους πιθανότατα απαγορεύτηκε να ομιλούν υπέρ των ελλήνων και αντίθετα τους υποδείχτηκε  να προπαγανδίζουν υπέρ των αξιών της Ρώμης. Είναι βέβαια περίεργο πώς οι διάσημοι αυτοί άνδρες ήταν δυνατόν να αποδεχθούν τέτοιες πιέσεις και να υποκύψουν στη θέληση της στρατιωτικής Ελίτ. Όμως ήταν και αυτοί Ρωμαίοι πολίτες και προφανώς δεν ήθελαν να έρθουν αντιμέτωποι με την κυρίαρχη στρατιωτική νοοτροπία της εποχής τους. Ίσως μάλιστα να ήθελαν να διαφυλάξουν τη φήμη τους με σκοπό να κατορθώσουν να αναρριχηθούν σε ανώτερα πολιτικά αξιώματα, τα οποία οι περισσότεροι επεδίωκαν και πολλοί από αυτούς τα κατέκτησαν. Υπάρχουν όμως και ενδείξεις πως αντιμετώπιζαν και τον κίνδυνο να χαρακτηριστούν προδότες και η ανυπακοή τους να θεωρηθεί αντεθνική. Είναι πάντως γεγονός  πως  πολλοί από αυτούς, όπως π.χ. ο Κικέρων, ο Σκιπίων και άλλοι, ζούσαν κρυφά το ελληνικό μεγαλείο, στα φανερά όμως κήρυτταν τον μισελληνισμό. Ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα αποδεικνύουν  τη συμπεριφορά τους αυτή. Ο Μάρκος Κάτων είπε πως τα Ελληνικά γράμματα είναι μίασμα για τις ψυχές και απειλή για το καθεστώς. Ο ίδιος πίεσε τη Σύγκλητο και την ανάγκασε να διώξει από τη Ρώμη μια Αθηναϊκή πρεσβεία τριών Ελλήνων (αποτελούμενη από τους Κορνεάδη,  Κριτόλαιο και Διογένη), με τη δικαιολογία πως τα λόγια τους και η πνευματική τους ακτινοβολία κατενθουσιάζουν τη Ρωμαϊκή νεολαία. Στον γιο του, Μάρκο, έλεγε: «Παιδί μου, καλή είναι μια γεύση από τα ελληνικά γράμματα, αλλά δεν χρειάζεται  να εμβαθύνεις. Οι Έλληνες είναι φυλή διεστραμμένη και δυσάγωγη. Αυτό να το δεχτείς σαν χρησμό. Κάθε φορά που αυτό το έθνος προσφέρει τα φώτα του διαφθείρει τα πάντα». Ο   στρατοκράτης Γάιος Μάριος είχε πει: «Είναι γελοίο να διδάσκεται κανείς από υπόδουλους». Ο ποιητής Οράτιος που τροφοδότησε το ποιητικό του έργο με θέματα από την ελληνική μυθολογία και λεηλάτησε τον Πίνδαρο, τον Καλλίμαχο, τον Ανακρέοντα, τον Αλκαίο, τη Σαπφώ και άλλους, έλεγε: «Εγώ που γεννήθηκα σ’ αυτή την πλευρά της θάλασσας (εννοούσε στην  Ιταλία), έγραφα κάποτε στίχους στα ελληνικά. Αλλά  μια νύχτα φανερώθηκε στον ύπνο μου ο Ρωμύλος και μου το απαγόρευσε λέγοντάς μου: Είναι τρελλό να κουβαλάς ξύλα στο δάσος, μοιάζει να πυκνώνεις τα στίφη των Ελλήνων». Ο Ιωβενάλης, σατυρικός ποιητής, δίνει μια αποτρόπαιη προσωπογραφία του Έλληνα. «Θεωρώ τον Έλληνα πονηρό και καταφερτζή, άφθαστο στην κολακεία και στην υποκριτική. Οι έλληνας είναι ένας θεατρίνος από κούνια, δεν έχει ιερό και όσιο. Ανήθικοι και μεγάλοι ψεύτες οι Έλληνες». Είναι αυτός που έφθασε να λέει πως η Pax-Romana, έκανε κακό στη Ρώμη,  επειδή στη διάρκειά της είχαν μειωθεί οι πολεμικές επιχειρήσεις. Ο ίδιος αναφέρει ως επαίσχυντο ψεύδος των Ελλήνων τη διάνοιξη από τον Ξέρξη του ισθμού στην αρχή της χερσονήσου του Άθω το 481 π.χ. (στην περιοχή των  σημερινών Νεων Ρόδων και της Ιερισσού). «Αναίσχυντες ιστορίες των Ελλήνων ψευταράδων», είχε πει γι’ αυτό το θέμα. Ο φιλορωμαίος Πολύβιος είπε: «Η πενία είναι φυσική αιώνια κατάσταση στην Ελλάδα. Οι έλληνες περνούν τον καιρό τους με κενοδοξίες, ανώμαλες και παράξενες σοφιστείες». Άφησα τελευταίο τον Κικέρωνα. Ο χαρισματικός αυτός ηγέτης, ο λαμπρός ρήτορας και διάσημος συγγραφέας, ήταν πνευματικά Ελληνοαναθρεμμένος. Θαύμαζε τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Είχε πει: «Αν ο Δίας  μιλούσε, θα διαλεγόταν σε πλατωνική γλώσσα. Για τον Αριστοτέλη είπε πως ήταν ένα ποτάμι που κυλάει ασταμάτητα και αλάνθαστα». Έγραφε στον αδελφό του, Κύιντο, ανθύπατο στη Μικρά Ασία: «Δεν θα εντραπώ να το πω.., αυτά που κατορθώσαμε τα χρωστάμε στα πνευματικά δημιουργήματα των Ελληνικών Επιστημών που μεταδόθηκαν σε μας με τα έργα τους και τα διδάγματά τους». Και όμως ο Κικέρων ήταν ένας από τους μισέλληνες επιφανείς Ρωμαίους, ήταν αυτός που πρώτος χρησιμοποίησε το χλευαστικό και καταφρονητικό επωνύμιο Γραικύλος, που παραμένει ως σήμερα. Εξηγώντας ο ίδιος τη σημασία του όρου λέει πως σημαίνει «άτομο εξαχρειωμένο, ανήθικο, γελοίο, νωθρό, απωθητικό, ανάξιο. Οι έλληνες είναι απατεώνες, δειλοί, ψευδολόγοι, φαφλατάδες, επιπόλαιοι, τεμπέληδες, φαγάδες, πιοτήδες,  ελαφρόμυαλοι και χαροκόποι». Θεωρούσε τους συγχρόνους του Έλληνες  εκφυλισμένους.
Όλα αυτά τα παραπάνω επίθετα μας  στόλισαν αυτοί που καταλήστεψαν ολόκληρη την ελληνική επικράτεια φορτώνοντας καραβιές με τα έργα των ελλήνων καλλιτεχνών και με τους ανεκτίμητους θησαυρούς των ελληνικών πόλεων. Όλο το χρυσάφι περιήλθε στα χέρια τους. Με ελληνικά αγάλματα στόλισαν τη Ρώμη και τις πολυτελείς ιδιωτικές επαύλεις τους. Το πιο χειρότερο ήταν πώς αυτή τη λεηλασία την θεωρούσαν δικαίωμά τους. Γι’ αυτούς τα κλεμμένα ήταν  πολεμικά λάφυρα. Στη διάρκεια αυτής της μεγάλης ανθελληνικής περιόδου ρίχτηκαν στην πυρά τα έργα των Πυθαγορείων με απόφαση της Συγκλήτου το 181 π.χ. Ήταν η πρώτη φορά που ο γραπτός λόγος αντιμετώπισε τέτοιον εξοντωτικό διωγμό. Ο επόμενος συνέβη το 529 μ.χ. στο Βυζάντιο.
Ο κατάλογος των ρωμαίων, που μίλησαν με περιφρονητικά λόγια για τους Έλληνες δεν τελειώνει εδώ, όπως δεν τελειώνουν και τα κοσμητικά επίθετα με τα οποία μας στόλισαν. Δυστυχώς ακόμα και οι σύγχρονοί μας ξένοι λένε περίπου τα ίδια για μας. Όσοι όμως από αυτούς μελετούν την Ελληνική Ιστορία συμφωνούν με τον Κικέρωνα και τους ομοίους του. Οι αρχαίοι μας είναι ακόμα αξεπέραστοι και αναντικατάστατοι και πως δεν μπορεί κανένας να διαγράψει την πρόοδο εκείνων χωρίς να διακινδυνεύσει τα θεμέλια της παγκόσμιας Επιστήμης, φιλοσοφίας και Δημοκρατίας. Είναι βαριά, ασήκωτη είναι η κληρονομιά μας και δεν τη σηκώνουμε. Και ποιος φταίει, αν δεν φταίμε εμείς οι ίδιοι; Και ποιοι είναι ο λόγοι; Δυστυχώς κληρονομήσαμε  και ένα από τα χειρότερα χούγια των αρχαίων, τη διχόνοια  που μας ακολουθεί από τότε. Και παρά την προτροπή του Εθνικού μας ποιητή, που μας λέει: «Η διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή, καθενός χαμογελάει, ¨Πάρτο¨, λέγοντας κι σύ» , και, «Κειό το σκήπτρο που σας δείχνει έχει αλήθεια ωραία θωριά, μην το πιάστε, γιατί ρίχνει εισέ δάκρυα θλιβερά», εμείς συνεχίζουμε το ίδιο βιολί, αποδεικνύοντας μ’ αυτή τη θλιβερή συμπεριφορά μας, πως είμαστε πράγματι απόγονοι εκείνων, αφού τους μοιάσαμε σε ένα από τα χειρότερα γνωρίσματά  τους, στη διχόνοια. Κάνουμε  εντελώς το αντίθετο από εκείνο που θα έπρεπε. Ρίχνουμε νερό στο μύλο των κατηγόρων μας, αντί να «αγκαλιαστούμε σαν αδέρφια γκαρδιακά» και έτσι  να τους διαψεύσουμε και να δείξουμε τις μεγάλες δυνατότητες που έχουμε όταν είμαστε ενωμένοι. Πρόσφατα διάβασα σε εφημερίδα εντελώς τυχαία, αυτά που είπε για μας τους σύγχρονους Έλληνες, ένας ξένος ερευνητής και διανοούμενος, απόφοιτος Αμερικανικού Πανεπιστημίου. Είπε πως ακόμα οι Έλληνες πιστεύουμε, ότι στα μάτια των ξένων εκείνο που αξίζει είναι το παρελθόν μας. Αυτό όμως είναι μεγάλο λάθος μας, που δεν μας αφήνει να πάμε μπροστά. Διαπιστώνω μάλιστα από προσωπικές εμπειρίες, συνεχίζει,  πως οι Έλληνες έχουμε τα φόντα και τα χαρίσματα να είμαστε υπερήφανοι για τον εαυτό μας. Εκείνο που μας λείπει, συμπληρώνει, είναι να μάθουμε να δουλεύουμε με ομαδικό πνεύμα. Οι ξένοι, λοιπόν, ανακαλύπτουν, αυτό που είναι αυτονόητο, αυτό που έπρεπε να το ανακαλύψουμε από μόνοι μας. Είναι αυτό που καθημερινά ανακαλύπτουν και βεβαιώνουν οι ξένοι όταν συνεργάζονται με Έλληνες Επιστήμονες, νέους και μεγαλύτερους, στα πέρατα της γης. Εμπιστευόμαστε την κρίση τους για τους αρχαίους μας και όχι τα καλά τους λόγια για μας τους ίδιους; Κατά την ταπεινή μου γνώμη, έχουμε ανάγκη να αποκτήσουμε  εμπιστοσύνη στις δικές μας πνευματικές ικανότητες, αρκεί να αποφασίσουμε να συνεργαζόμαστε με ομοψυχία και παραδοχή της γνώμης του άλλου. Μόνο η ομαδική εργασία αποδίδει σήμερα. Αυτό γίνεται και ισχύει σήμερα σε όλους τους επιστημονικούς τομείς. Οι μοναδικοί «λύκοι» δεν επιζούν πια πουθενά στον κόσμο.
Θα ήθελα να θίξω ένα ακόμα θέμα. Πολλοί υποστηρίζουν, πως δεν είναι σωστό να διατυμπανίζουμε τα μειονεκτήματά μας και όσα μας καταμαρτυρούν οι ξένοι. Έχω αντίθετη γνώμη. Κατ’ αρχήν αυτά δεν κρύβονται, οι ξένοι τα βλέπουν και τα γνωρίζουν.   Υποστηρίζω λοιπόν το αντίθετο, πως όχι μόνο πρέπει να τα λέμε, αλλά πρέπει να τα μελετούμε,  και από τη μελέτη τους να βρίσκουμε ποιο από αυτά, που είπαν για μας ήταν ψέμα και ποιο ήταν αλήθεια, να βρίσκουμε ποιο ήταν αυτό που έφταιξε και ποιο μας έβλαψε, ώστε να μην το επαναλαμβάνουμε. Έτσι θα βρούμε τη θεραπεία των ελαττωμάτων μας. Αν κρύβουμε τα χούγια μας δεν θα τα διορθώσουμε ποτέ.  Δυστυχώς η πικρή αλήθεια είναι,  πως τα περισσότερα από τα κακά που μας απέδιδαν οι Ρωμαίοι είναι αληθινά. Θα αναφέρω μόνο ένα  παράδειγμα που αναφέρει ο Πλούταρχος.  Μιλώντας στα Ίσθμια προς Έλληνες ο ύπατος Τίτος Φλαμινίνος προπαγάνδιζε, πως οι Ρωμαίοι πολέμησαν για να ελευθερώσουν τους Έλληνες από τον Μακεδονικό ζυγό!! «Τα λόγια αυτά προκάλεσαν παραλήρημα ενθουσιασμού στους Έλληνες ακροατές και οι κραυγές τους ακούγονταν ως τη θάλασσα. Όλοι χαιρετούσαν όρθιοι και επευφημούσαν «τον σωτήρα της Ελλάδας και πρόμαχον». Δεν δείχνει αυτό, υποτέλεια, δειλία και εναγκαλισμό του στιγμιαίου συμφέροντος; Δεν βρέθηκε ούτε ένας να ορθώσει το ανάστημά του και να πει πως οι Μακεδόνες είναι Έλληνες που πήγαν την Ελλάδα στα πέρατα του κόσμου. Μόνο οι Αιτωλοί, αργότερα, ελεεινολογούσαν τους Έλληνες που δέχτηκαν «ζυγό βαρύτερο και καλογυαλισμένο» και ήταν ευχαριστημένοι και θεωρούσαν τον Τίτο ευεργέτη τους! Τι, έκανε όμως ο Ρωμαίος στρατηγός; «έλυσε τον χαλκά από το πόδι της Ελλάδας και τον έδεσε στο λαιμό της».  Το παράδειγμα  δείχνει και ένα από τα άλλα τρωτά που έχουμε, τη ξενομανία. Γιατί μας διακρίνει και αυτό το κουσούρι. Ασπαζόμαστε με μεγάλη ευκολία, ο,τιδήποτε είναι ξένο, ενώ από τους ξένους πρέπει να παίρνουμε  ό,τι είναι ωφέλιμο και ταιριάζει σε μας και όχι  μόνο  επειδή είναι ξένο. Να μιμούμαστε μόνο τα καλά των ξένων και όχι να ακολουθούμε τυφλά τις δικές τους συνήθειες και συμπεριφορές.
Θα προσπαθήσω τώρα με δυο μόνο λόγια να απαντήσω στο ερώτημα, αν νικήσαμε ή όχι τους Ρωμαίους κατακτητές μας. Κατ’ αρχήν πρέπει να τονίσω για άλλη μια φορά, πως υποταχθήκαμε στους Ρωμαίους γιατί μας βρήκαν διχασμένους. Εκείνοι εκμεταλλεύθηκαν τη γλώσσα και τον Πολιτισμό μας και εμείς δεν το αφήσαμε αυτό να πάει χαμένο. Λόγω της φτώχεια μας προσαρμοστήκαμε στις απαιτήσεις τους, τους υπηρετήσαμε ως σύμβουλοι και ως δούλοι. Άθελά τους έγιναν, έστω μέσω των αρχαίων μας, σκλάβοι δικοί μας. Αλλά η διάβρωση του σιδερόφρακτου πανίσχυρου κράτους τους δεν ήταν δυνατόν να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Όπως όμως όλες  οι αυτοκρατορίες, αλλά και οι πολιτισμοί, κάποτε καταρρέουν και παρακμάζουν, έτσι και η λάμψη της αυτοκρατορίας τους έσβησε, τελικά ολοσχερώς, όταν διαλύθηκε η Δυτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία (το 480 μ.χ.) και ανέτειλε στην Ανατολή η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η  οποία αναμφισβήτητα ήταν Ελληνική αλλά και Χριστιανική και η οποία διατηρήθηκε πάνω από χίλια χρόνια. Αν η νίκη ήταν μόνο της Ελληνικής γλώσσας και του Ελληνικού Πολιτισμού, δεν είμαι σε θέση να το κρίνω, γιατί στο μεταξύ επεκράτησε ο Χριστιανισμός, ο οποίος κι αυτός διαδόθηκε και εδραιώθηκε χάρις στην Ελληνική γλώσσα, αλλά δυστυχώς καταπολέμησε και έβλαψε τον αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό. Τελικά πιστεύω, πως η Ελληνική γλώσσα και ο Ελληνικός Πολιτισμός, έστω και αργά, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ήττα και εξαφάνιση της  Ρωμαϊκής υπεροψίας. Η τελική κρίση αφήνεται σε σας.

   Γ.Αθ.Δ.                                                                                              6/02/2015             


Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

 Η Εικονική  αλήθεια.  

Τι βλέπουνε τα μάτια μου και τι ακούν τα αυτιά μου;
Μου είναι αδύνατον όλα να τα πιστέψω.
Κι ακόμα ακούω και βλέπω  μια χαρά.

Κι αν πίστευα  σ’ αυτά που βλέπω και  ακούω,
πρέπει να αμφιβάλλω, αν σωστά και δίκαια
συνέβηκαν. Γιατί κατά πως λένε:

Την αλήθεια την κρύβουν με  υπονοούμενα,
με υποκρισία  καλύπτουν τη σκοπιμότητα
και με έωλα επιχειρήματα το συμφέρον τους.

Χωρίς αμφιβολία έχουν τα μέσα και τους τρόπους
αυτά να τα πετύχουν.

Τη φωνή και την εικόνα σου εύκολα μπορούνε να αλλοιώσουν..
Την μια  φωνή  μπορούν να  την  ντουμπλάρουν.
Την εικόνα την παλιά, ως νέα την πασάρουν
και τη φωτογραφία σου μπορούν να ρετουσάρουν.

Ό,τι  βλέπεις και ό,τι ακούς τυφλά μην το πιστεύεις,
αν πρώτα δε σιγουρευτείς
πως είναι γνήσιο κι όχι νοθευμένο.

Πείτε μου δύσπιστο, πείτε μου άπιστο Θωμά,
μα πρώτα  αποδείξτε μου πως είναι όλα αληθινά
κι όχι παραλλαγμένα.


                                                                Θες/νικη 16-11-02

Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Οπισθόφυλλο (για το  « Η Ψεύτρα»  υπό έκδοση).

            Όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από το φύλο, την ηλικία, το επάγγελμα, το θρήσκευμα, το επίπεδο της μόρφωσής μας και τα πολιτικά μας πιστεύω, λέμε ψέματα στην καθημερινή μας ζωή. Η ηρωίδα μας όμως, η Μερόπη, το είχε παρακάνει. Το ψέμα το είχε  έτοιμο στα χείλια της και το έλεγε σε κάθε βήμα της ζωής της, εύκολα, αυθόρμητα και αβίαστα. Με το ψέμα επεδίωκε να διακριθεί, να εντυπωσιάσει, να επιδειχθεί, να προβληθεί, να κρύψει μειονεκτήματα και λάθη της, ή να διορθώσει λάθη της, να καλύψει την αλήθεια, να αγαπηθεί, να ευτυχίσει. Πολλά από τα ψέματά της τα πίστεψε ως αληθινά και έζησε, σκηνοθετώντας τη ζωή της σύμφωνα με αυτά, ακριβώς όπως την υπολόγιζε στο μυαλό της προκαταβολικά. Πολλά όμως δεν της «βγήκαν» και δεν είχε το όφελος, στο οποίο είχε στοχεύσει από την αρχή.  Στο τέλος πίστεψε, πως όλη η ζωή της ήταν ένα ψέμα και…

            Πόσο την βοήθησαν τα ψέματά της και πού την οδήγησαν θα το μάθουμε στο μικρό αυτό βιβλίο της ζωής της.