Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

 Η Εικονική  αλήθεια.  

Τι βλέπουνε τα μάτια μου και τι ακούν τα αυτιά μου;
Μου είναι αδύνατον όλα να τα πιστέψω.
Κι ακόμα ακούω και βλέπω  μια χαρά.

Κι αν πίστευα  σ’ αυτά που βλέπω και  ακούω,
πρέπει να αμφιβάλλω, αν σωστά και δίκαια
συνέβηκαν. Γιατί κατά πως λένε:

Την αλήθεια την κρύβουν με  υπονοούμενα,
με υποκρισία  καλύπτουν τη σκοπιμότητα
και με έωλα επιχειρήματα το συμφέρον τους.

Χωρίς αμφιβολία έχουν τα μέσα και τους τρόπους
αυτά να τα πετύχουν.

Τη φωνή και την εικόνα σου εύκολα μπορούνε να αλλοιώσουν..
Την μια  φωνή  μπορούν να  την  ντουμπλάρουν.
Την εικόνα την παλιά, ως νέα την πασάρουν
και τη φωτογραφία σου μπορούν να ρετουσάρουν.

Ό,τι  βλέπεις και ό,τι ακούς τυφλά μην το πιστεύεις,
αν πρώτα δε σιγουρευτείς
πως είναι γνήσιο κι όχι νοθευμένο.

Πείτε μου δύσπιστο, πείτε μου άπιστο Θωμά,
μα πρώτα  αποδείξτε μου πως είναι όλα αληθινά
κι όχι παραλλαγμένα.


                                                                Θες/νικη 16-11-02

Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Οπισθόφυλλο (για το  « Η Ψεύτρα»  υπό έκδοση).

            Όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από το φύλο, την ηλικία, το επάγγελμα, το θρήσκευμα, το επίπεδο της μόρφωσής μας και τα πολιτικά μας πιστεύω, λέμε ψέματα στην καθημερινή μας ζωή. Η ηρωίδα μας όμως, η Μερόπη, το είχε παρακάνει. Το ψέμα το είχε  έτοιμο στα χείλια της και το έλεγε σε κάθε βήμα της ζωής της, εύκολα, αυθόρμητα και αβίαστα. Με το ψέμα επεδίωκε να διακριθεί, να εντυπωσιάσει, να επιδειχθεί, να προβληθεί, να κρύψει μειονεκτήματα και λάθη της, ή να διορθώσει λάθη της, να καλύψει την αλήθεια, να αγαπηθεί, να ευτυχίσει. Πολλά από τα ψέματά της τα πίστεψε ως αληθινά και έζησε, σκηνοθετώντας τη ζωή της σύμφωνα με αυτά, ακριβώς όπως την υπολόγιζε στο μυαλό της προκαταβολικά. Πολλά όμως δεν της «βγήκαν» και δεν είχε το όφελος, στο οποίο είχε στοχεύσει από την αρχή.  Στο τέλος πίστεψε, πως όλη η ζωή της ήταν ένα ψέμα και…

            Πόσο την βοήθησαν τα ψέματά της και πού την οδήγησαν θα το μάθουμε στο μικρό αυτό βιβλίο της ζωής της.

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014




Το παραλιακό προικώο της Παναγιώτας.

                                                          Γεωργίου Αθ. Δαλαμάγκα.


Ο κυρ Σταύρος, θυρωρός σε πολυκατοικία του κέντρου της Θεσσαλονίκης για τριάντα και πλέον χρόνια, διέκοψε για λίγο τη δουλειά του για την καθιερωμένη ανάπαυλα, γύρω στις δέκα το πρωί, να ξεκουραστεί και να καπνίσει ένα τσιγάρο. Ήταν στα μέσα του Δεκέμβρη, σε λίγες μέρες θα έρχονταν τα Χριστούγεννα. Άναψε  το τσιγάρο του και με μια εύκολη κίνηση του δεξιού χεριού του έβγαλε από την κολοτσέπη  του ένα μικρό, κιτρινισμένο και καταλερωμένο από τη πολυχρόνια χρήση τεφτέρι. Το συμβουλεύτηκε και φάνηκε κάτι να μετράει και να υπολογίζει.. «Τόσοι πλήρωσαν τα κοινόχρηστα, τόσοι μου τα χρωστούν ακόμα. Το δώρο μου το έδωσαν δέκα και έχω να παίρνω από άλλους τόσους. Τόσα μου χρειάζονται για φαγώσιμα και κανένα κρασί, τόσα θα ξοδέψω για  δώρα στα εγγόνια μου. Οπωσδήποτε πρέπει να πάρω κάτι και στην Παναγιώτα, τη γυναίκα μου, που ακόμα και σ’ αυτή την ηλικία των εξήντα που βρίσκεται, περιμένει χριστουγεννιάτικο  δώρο από μένα. Κάνει όπως τα παιδιά, παραπονιέται και  διαμαρτύρεται αν δεν της χαρίσω κάτι».
                Αυτά περίπου σκέπτεται και κάθε τόσο σηκώνει το βλέμμα του από το τεφτέρι, βλέπει προς την είσοδο της πολυκατοικίας, αλλά  τα μάτια του δεν εστιάζουν εκεί, πάνε μακρύτερα, στο κενό και μουρμουρίζει επανειλημμένα: «Α, ρε, και να μην το είχα πουλήσει, α, ρε, και να μην το είχα πουλήσει! Τι να το έκανα όμως; O,τι και να το έσπερνες τίποτε δεν έκανε, άχρηστο ήταν εκείνα τα χρόνια. Ποιος να ήξερε τότε, πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα στη Χαλκιδική; Ήμασταν και πίσω απ’  τον κόσμο. Άγνωστη ολόκληρη η περιοχή, αυτή και οι ομορφιές της. Στο  χωράφι εκείνο μόνο η σίκαλη προόδευε. Δυο μπόγια γινόταν η σίκαλη. Τι να την κάνεις τη σίκαλη. Πόσο πουλιόταν τότε η σίκαλη και σε τι χρησίμευε, ούτε που θυμάμαι τώρα. Α, ναι, οι σαμαρτζήδες γέμιζαν με το άχυρό  της τα σαμάρια που έφτιαχναν για τα ζώα». Του ξέφυγε ένα  αυθόρμητο ασυγκράτητο γέλιο. «Χρήσιμο προϊόν», μίλησε περιφρονητικά για τη σίκαλη. «Οτιδήποτε  άλλο  να το έσπερνες δεν ευδοκιμούσε, ούτε κριθάρι, ούτε βρώμη, ούτε σιτάρι. Τίποτε δεν ήταν δυνατόν να αναπτυχθεί εκεί».
Το ακίνητο που είχε πουλήσει ο κυρ Σταύρος ήταν η προίκα της γυναίκας του, της Παναγιώτας. Ήταν μια έκταση πάνω από τέσσερα στρέμματα, όλο αμμούδα, δίπλα στη θάλασσα που το έπιανε ο βοριάς. Κανένα γέννημα δεν μεγάλωνε εκεί, όσα λιπάσματα κι αν χρησιμοποιούσε κανείς,  το ξέραινε η θάλασσα. Το κύμα, όταν ήταν μπουνάτσα, έσπαγε στα δέκα με δεκαπέντε μέτρα μακριά από την πλευρά του χωραφιού προς τη θάλασσα, αλλά όταν έκανε φουρτούνα και μάλιστα στη διάρκεια του χειμώνα την έγλυφε όλη εκείνη την πλευρά του. «Προίκα να σου πετύχει, αλλά ποιος κοιτούσε την προίκα τότε, εγώ την Παναγιώτα ήθελα, που ήταν όμορφη και όλο τσακπινιά… Α, ρε να μην το είχα πουλήσει. Σήμερα θα ήμουν άρχοντας, πλούσιος θα ήμουν σήμερα», μονολογεί ο Σταύρος. Ανοίγει πάλι το τεφτέρι του και κάτι σημειώνει. «Πες  πως ήταν καθαρό τέσσερα στρέμματα», σκέπτεται, «επί πενήντα εκατομμύρια δραχμές που έχουν τα παραλιακά εκεί σήμερα,  μας κάνουν διακόσια εκατομμύρια. Αν τα μετατρέψουμε σε ευρώ είναι κοντά στις εξακόσιες χιλιάδες ευρώ. Βίλα  στο Πανόραμα θα έπαιρνα και θα με παρακαλούσαν κιόλας οι εργολάβοι με τόσο ρευστό στο χέρι», ψιθυρίζει  και του ξεφεύγει ένας ακόμη αναστεναγμός.

Τι να έκανε όμως; Εκείνος ο λεφτάς παρουσιάστηκε, μια ωραία πρωία του Ιουνίου εντελώς απροειδοποίητα και του είπε:
-Πόσο την πουλάς εκείνη την αμμούδα στην παραλία;
 Αιφνιδιάστηκε και τον παραξένευσε το ενδιαφέρον του για το χωράφι του. Ποιος είναι αυτός ο άγνωστος και πώς έφτασε ως την πόρτα μου;  Όχι, δεν την  πουλάω την αμμούδα, δηλαδή δεν το έχω σκεφτεί ως τώρα. Να του απαντήσω, όταν το σκεφτώ, είπε μέσα του. Προτού όμως ανοίξει το στόμα του, τον πρόφθασε ο ξένος.
-Κοίταξε, συνέχισε, δεν τα φυσάω, αλλά, να.., μου έπεσε ένα λαχείο. Κατά τα άλλα φουκαράς είμαι κι ’γώ και είμαι και βαριά άρρωστος. Σκέφτηκα να βρω ένα τέτοιο μέρος δίπλα στη θάλασσα για να φτιάξω ένα καλυβάκι, μήπως και αναπνέοντας το ιώδιο της θάλασσας, θεραπεύσω την αρρώστια μου.
Ήταν πράγματι ένας άνθρωπος, αδύνατος, μέτριου αναστήματος και κιτρινιάρης. Ο Σταύρος είχε κόψει απ’ την πρώτη στιγμή την αρρωστιάρικη φτιαξιά του, αλλά  μόλις μίλησε για αρρώστια, πρόσεξε καλύτερα το κιτρινιάρικο χρώμα του.  Είδε όμως και το καινούριο  του αυτοκίνητό που το είχε παρκάρει έξω από το σπίτι του. Ύστερα κυριεύτηκε από τη χωριάτικη πονηριά και είπε μέσα του: Τρελός θα είναι ο άνθρωπος που θέλει να αγοράσει αυτή την αμμούδα. Άλλο όμως αρρώστια και άλλο συμφέρον και κατ’ αρχήν από πού και ως πού με βρήκε αυτός ο άγνωστος και πώς γνωρίζει ότι η αμμούδα είναι δική μου; Μήπως ήταν γνωστός κάποιου συγχωριανού του, ο οποίος είδε όνειρο στον ύπνο του ότι, στην αμμούδα του ήταν θαμμένος κανένας θησαυρός και δεν ήρθε να το αγοράσει ο ίδιος, αλλά έβαλε αυτόν τον ξένο φίλο του, άγνωστο στον Σταύρο, ώστε αυτός να μην υποψιαστεί τίποτε; Ή μήπως πράγματι ήταν άγνωστος και ξένος και γνώριζε ότι εκεί στην αμμούδα του, οι Άγγλοι, τότε που φυγαδεύονταν από τα μέρη τους για τη μέση Ανατολή, είχαν παραχώσει τίποτε τενεκέδες λίρες; Διαφορετικά πώς να πιστέψει πως ένας ξένος ήθελε να αγοράσει το άχρηστο  παραλιακό χωράφι του και μάλιστα προσφέροντας τόσα πολλά λεφτά; Τριακόσιες χιλιάδες δραχμές ντούκου του πρόσφερε. Το άκουσε και δεν το πίστευε, αμφιταλαντευόταν για λίγα λεπτά της ώρας και το μυαλό του έπαιρνε στροφές, πολλές στροφές, τόσες πολλές που του έφερναν ζάλη, ίλιγγο, και τελικά είπε:
-Μια στιγμή, να ρωτήσω τη γυναίκα μου, μια στιγμή, δικό της είναι, προίκα της.
Μπήκε στο σπίτι του αφήνοντας τον αγοραστή να περιμένει έξω στην αυλή,  ακουμπώντας λοξά με το σώμα του πάνω στο αυτοκίνητό του. Ύστερα από πέντε λεπτά περίπου πρόβαλε από την πόρτα του χαμόσπιτου μαζί με την Παναγιώτα, την γυναίκα του, που κρατούσε στην αγκαλιά της την κόρη τους την Άννα, που τότε ήταν βυζανιάρικο.
«Ισύ, θελ’ ς το χωράφ’ μας;», ρώτησε στα χωριάτικα η Παναγιώτα. «Και τι θα το κάν’ ς, δεν είναι για τίποτις αυτό», συμπλήρωσε.
Τον ρώτησε τι θα το έκανε για να μάθει και η ίδια, να τον ψυχολογήσει, να τον ζυγίσει και ανάλογα να παζαρέψει μαζί του. Κάτι θα είχε στο μυαλό του αυτός, δεν θα ερχόταν έτσι στα καλά καθούμενα να δώσει τόσα πολλά χρήματα για την αμμούδα, σκεπτόταν. Κάπως θα το χρησιμοποιούσε για να κερδίσει, δεν μπορεί, να είναι χαζός αυτός; Απ’ την άλλη μεριά, εμείς μπορεί να είμαστε χωριάτες, αλλά μυαλό μας περισσεύει, αν και απ’ το πολύ μυαλό μπορεί να κάνει κανένας μεγάλη κουτουράδα. Με τις σκέψεις αυτές που έκανε η Παναγιώτα έδειχνε πως συμφωνούσε με όλες τις ιδέες, τις αμφιβολίες και τις υποψίες που της είχε μεταδώσει ο Σταύρος. Όλα τα ενδεχόμενα που περνούσαν απ’ το μυαλό του, τα είχε πει στη γυναίκα του μέσα στα λίγα λεπτά της ώρας που βρέθηκαν στο δωμάτιό τους. Μάλιστα στα τελευταία δευτερόλεπτα της είπε, πως θα ήταν μεγάλη τύχη γι’ αυτούς να πουλήσουν σ’ αυτή την εξωφρενικά υψηλή τιμή το άχρηστο χωράφι τους. Σ’ αυτά τα τελευταία λόγια του η Παναγιώτα είχε απαντήσει: «Αν πράγματι του θέλ’, αν του έχ’ ανάγκ’, τότε να το πάρ’, αλλά ας δώσ’ κάτι παραπάν’. Και ας το κάν’  ό,τ’ τουν καπνίσ’».
Ο αγοραστής επανέλαβε και στην Παναγιώτα όσα είχε πει προηγουμένως στον Σταύρο, για το λαχείο και για την αρρώστια του.
-«Αν μας δώησ’ οκτακόσιες χιλιάδις να το πάρ’ ς», αποφάσισε η Παναγιώτα.
-«Πολλά είναι κυρά μου, πολλά είναι.., φτωχός άνθρωπος είμαι κι εγώ», διαμαρτυρήθηκε.
-«Άμα θέλ’ ς, άμα δεν θέλ’ ς, άσε μας κι εμάς στη φτώχεια μας», το έκοψε απότομα η ιδιοκτήτης, μπλοφάροντας και διακινδυνεύοντας την αρνητική απόφαση του αγοραστή.
«Ο κιτρινιάρης είδε και απόειδε, τον είδα να ζορίζεται, αλλά τελικά αποφάσισε να  αγοράσει την αμμούδα μας, τόσο αποφασισμένος και τόσο καλά ενημερωμένος ήταν, φαίνεται. Μας μέτρησε εξακόσιες χιλιάδες δραχμάς στο Συμβολαιογράφο, όσα ήταν η συμφωνία  στην οποία κατέληξαν οι διαπραγματεύσεις του με την Παναγιώτα. Μάλιστα ήταν τόσο ευχαριστημένος που μας υποσχέθηκε πως θα έρχεται συχνά να μας βλέπει και πως έτσι θα γινόμασταν  οικογενειακοί φίλοι. Από τότε δεν τον ξαναείδαμε. Δεκαπέντε περίπου χρόνια αργότερα μάθαμε από τους συγχωριανούς μας, μια που εμείς  είχαμε φύγει τότε  απ’ το χωριό, πως έκτισε ένα,  ένα όμορφο τριώροφο Ξενοδοχείο στη θέση της αμμούδας. Μάλιστα άνθρωποι που ήξεραν καλύτερα μας είπαν πως δεν το είχε κτίσει ο ίδιος ο κιτρινιάρης. Αυτός, έλεγαν, το είχε μεταπουλήσει σε άλλον, κερδίζοντας ίσως περισσότερα και από το πολλαπλάσιο από όσα το είχε αγοράσει από μας. Με άλλα λόγια είχε κάνει την καλή. Αυτό, φαίνεται, πως αυτός το είχε σκεφτεί και το είχε σχεδιάσει από την αρχή. Ήταν τόσο καλά πληροφορημένος και άρα πολύ σίγουρος, πως θα άλλαζαν θεαματικά τα πράγματα στη Χαλκιδική, πως  θα  ερχόταν ο Τουρισμός, ο οποίος θα επηρέαζε προς τα πάνω τις τιμές όλων των ακινήτων και ιδιαίτερα τις τιμές των παραλιακών χωραφιών κι ας ήταν όλα αμμούδες.  Από πού να του ξέρουμε όμως ημείς αυτό, σκέτα χαϊβάνια ήμασταν τότι. Αυτό ήταν που απ’ την αρχή μ’ έκανι διστακτικό να αποφασίσω να του π’λήσουμι αμέσους. Κάτι περνούσι απ’ το μυαλό μ’, σαν να δουκίζουμαν πως κάτι έκρυβι εικείνους ου κιτρινιάρ’ς, αλλά δε μπόρισα να του συλλάβου. Πήγα κι του είπα στ’ Παναγιώτα κι εκείν’ δε κρατιόταν ώσπου να πάρ’ το παραδάκ’. Βιαζόταν να γίν’ πρωτευουσιάνα. Γι αυτό λέου, αν δεν το είχα π’λήσ’», ξαναείπε ο κυρ Σταύρος, «Α, ρε, και να μην το είχα π’λήσ’ τότι».

Τότε όλοι οι συγχωριανοί τους, οι συγγενείς και οι φίλοι τους, τους καλοτύχιζαν που πήραν τόσα πολλά χρήματα πουλώντας την αμμούδα.  Σίγουρα πολλοί τους ζήλευαν ή και τους φθονούσαν ακόμα. Ο Σταύρος ήταν συγκρατημένος και ψύχραιμος, αλλά το μυαλό του δεν άργησε να τον απασχολεί και να τον  βασανίζει σχετικά  με τη  διαχείριση των χρημάτων. Ποια να ήταν άραγε η καλύτερη τοποθέτησή τους; Δεν  έφθανε όμως μόνο αυτό. Το μεγάλο πρόβλημά του ήταν η Παναγιώτα, η οποία απ’ τις πρώτες μέρες της είσπραξης των χρημάτων άλλαξε εντελώς. Άρχισε να μεγαλοπιάνεται και να μην υπολογίζει τον ίδιο καθόλου. Δεν καταδεχόταν πια  τις, ως τότε, φιλενάδες της, όλα τα  κορίτσια  με τα οποία είχε παίξει και είχε  μεγαλώσει μαζί τους στο χωριό. Δε μιλούσε σε κανέναν και δεν γύριζε να δει κανέναν από τους συγχωριανούς της και ιδιαίτερα  τους συγγενείς της και τους γονείς της, που την προίκισαν με ένα άχρηστο χωράφι. Τώρα δεν τους είχε ανάγκη. Μόνη της, με την εξυπνάδα της, το αξιοποίησε. Κάθε κίνηση των συγγενών της να την πλησιάσουν, την παρεξηγούσε, την εκλάμβανε ως προσπάθεια να την καλοπιάσουν και να της ζητήσουν δανεικά. Τον πρώτο καιρό το έριξε στα  λούσα, αρώματα, ακριβά ρούχα και παπούτσια και γι’ αυτό κάθε λίγο και λιγάκι, έπαιρνε το λεωφορείο και έφευγε με τα παιδιά στη Θεσσαλονίκη και επέστρεφε ύστερα από δυο τρεις μέρες. Η συγκοινωνία με τη Θεσσαλονίκη τότε γινόταν με λεωφορείο δυο φορές την εβδομάδα, κάθε Τετάρτη και κάθε Σάββατο. Μια μέρα ταξίδι τα εκατό χιλιόμετρα, πονούσε η μέση σου από το ταρακούνημα του αυτοκινήτου στις λακκούβες. Κάποια φορά, επιστρέφοντας από το ταξίδι, δήλωσε προς τον Σταύρο πως αμετάκλητη απόφασή της ήταν  να μετακομίσουν στη Θεσσαλονίκη. Είχε τα επιχειρήματά της. «Με τα λεφτά μ’  θα αγοράσουμι ένα σύγχρουνου διαμέρισμα στη πόλ’.  Ικεί, τα πηδιά θα πάν’ σε καλύτερα σχουλεία, θα έχουν καλύτερους δάσκαλους και πιο καλές παρέες και θα μορφωθούν, θα γίνουν επιστήμουνες. Ικεί θα έχουμε κι ’μεις τις ανέσεις μας, τη ζεστασιά μας, τα καθαρά ρούχα μας, τα φρούτα μας,  χ’μώνα, καλοκαίρ’ κι βέβια το σινεμά και το θέατρο, όπουτι θέλουμε. Θα βρεις και συ καμιά καλή δ’λίτσα  να κάν’ς, δεν θα κάθισαι με σταυρουμένα χέρια, έχ’ πουλλές δ’λειές ικεί και θα ’μαστε μια χαρά, δεν θα μας λείπ’ τίποτις».
Ο Σταύρος δίσταζε. Πού να αφήσει τη σειρά του στο χωριό, τους παιδικούς του φίλους και τα λίγα άλλα χωραφάκια που τα έκανε μόνος του, ξεπατώνοντας δασικές εκτάσεις παλιότερα, όταν το επέτρεπε το δασαρχείο. Στο χωριό έβρισκε και κανένα μεροκάματο και τα έφερνε βόλτα μια χαρά. Στο χωριό είχε τους δικούς του φίλους με τους οποίους βρισκόταν σχεδόν κάθε βράδυ στο καφενείο και περνούσαν ευχάριστα την ώρα τους καπνίζοντας, συζητώντας, παίζοντας χαρτιά, ξερή, κολτσίνα ή σκαμπίλι. Του άρεσε η παρέα τους και αν έφευγε στη Θεσσαλονίκη θα τους έχανε. Με ποιους θα έκανε παρέα στη μεγάλη πόλη; Στη Θεσσαλονίκη αυτός ήθελε να πηγαίνει αραιά και που με αφορμή κάποιο γεγονός, όπως όταν γινόταν κανένας σπουδαίος ποδοσφαιρικός αγώνας ή τον καιρό της Έκθεσης κάθε Σεπτέμβριο. Του άρεσε ιδιαίτερα η μαύρη μπύρα που δεν την εύρισκε κανείς αλλού και σε άλλη εποχή. Η Παναγιώτα όμως επέμεινε;: «Θα μετακουμίσουμι στη Θεσσαλονίκη, οπωσδήποτε κι γρήγουρα», επέμενε και τελικά τον κατάφερε τον κύριο Σταύρο.

Στο ισόγειο μιας νεοαναγειρόμενης πολυκατοικίας στη Βασιλίσσης Όλγας αγόρασαν με τα μισά χρήματα που είχαν ένα διαμέρισμα, δυάρι ήταν. Τους φάνηκε παλάτι κι ας ήταν μόνο ογδόντα τετραγωνικά μέτρα και ας έβλεπε στην πρασιά. Είχε δυο δωμάτια μια κουζίνα και ένα στενόμακρο σαλόνι. Διακόσιες χιλιάδες τους πήραν για τα έπιπλα, τα κουζινικά και  όλη την οικοσκευή. Τις υπόλοιπες εκατό χιλιάδες τις έβαλαν στην τράπεζα, να υπάρχει κάτι στην άκρη για κάθε ενδεχόμενο. Εκεί στο ίδιο διαμέρισμα μένουν ακόμη ο κυρ Σταύρος με την Παναγιώτα του. Τα παιδιά τους μεγάλωσαν και έφυγαν. Ο γιος τους, ο Τάκης, είχε μια δύσκολη  εφηβεία, ήθελε να γίνει μεγάλος ποδοσφαιριστής και αφού  περιπλανήθηκε σε πολλές ομάδες της πόλης και κατάλαβε πως δεν θα γινόταν ποτέ αστέρας πρώτου μεγέθους, όπως του έλεγαν διάφοροι ειδικοί, κατέληξε μόνιμος επιλοχίας στο στρατό. Καλά περνάει. Μέχρι τώρα έχει γυρίσει όλη την Ελλάδα, ακόμη και στο Κόσσοβο πήγε. Η θυγατέρα τους, η Άννα, που ήταν μεγαλύτερη και έπαιρνε κάπως τα γράμματα, έγινε δασκάλα. Παντρεύτηκε και δάσκαλο και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην  Αττική, δάσκαλοι στο Μαρκόπουλο. Ζουν πολύ καλά. Έχουν δυο μισθούς , έχουν και το σπιτάκι τους, μονοκατοικία που την αγόρασαν με την προίκα της Άννας. Ναι, η Άννα πήρε για προίκα το χωράφι του Σταύρου, που ήταν στα ψηλώματα και όχι κοντά στην παραλία. Και αυτά τα απομακρυσμένα από τη θάλασσα χωράφια πήραν αξία. Το δικό τους ήταν ευάερο και ευήλιο με πολλή καλή θέα. Έτσι πήγε και εκείνο το χωράφι μαζί με τις λίγες ελιές που είχε φυτέψει ο Σταύρος στα νιάτα του. Τα χρήματα δεν πήγαν χαμένα, έπιασαν τόπο, αλλά ο Σταύρος και η Παναγιώτα έμειναν δυο κούκοι, μόνοι τους στο σπίτι.
Δεν ήταν άσχημη η πορεία των παιδιών τους. Ο κυρ Σταύρος είναι ευχαριστημένος, το πρόβλημα το έχει η Παναγιώτα, η οποία πίστευε,  είχε τη φιλοδοξία τέλος πάντων,  τα παιδιά τους να γίνουν γιατροί και δικηγόροι. Όταν πολλές φορές ο κυρ Σταύρος την τσιγκλάει λέγοντας: «Διάνοιις ήταν τα πηδιά μας και θα σπούδαζαν τ’ς δύσκολις επιστήμς ή είχαν να μοιάσουν κάποιουν απ’ την οικογένειά μας;» Τότε η Παναγιώτα εκνευρίζεται και απαντάει: «Αν έμοιαζαν ιμένα οπωσδήποτι θα ήταν διαφορετικά. Εγώ, βρε ανεπρόκοπι, δεν πούλ’σα  τ’ν αμμούδα για χρυσό ή του ξέχασις; Αλλά πήγαν και έμοιασαν ισένα, τον χαζοφιλότιμου που θεουρείς κατόρθωμα που έγινες θυρουρός».
Πράγματι ο κυρ Σταύρος στα πρώτα χρόνια είχε προσπαθήσει να πιάσει δουλειά στην Εταιρεία Έσω-Πάππας, αλλά όταν τον έβαζαν να σπρώχνει καρότσια μέσα στο κρύο ή μέσα στη κάψα του καλοκαιριού, σηκώθηκε και έφυγε. Δοκίμασε στις οικοδομές, αλλά και εκεί δεν άντεξε για πολύ. Εντελώς τυχαία βρήκε τη θέση του θυρωρού στην πολυκατοικία όπου εργάζεται ως τώρα, αφού πλήρωσε ένα σημαντικό ποσόν για  «αέρα», στον προηγούμενο θυρωρό και σ’ αυτόν που μεσολάβησε για να βρεθεί η θέση. Το γεγονός αυτό και το ποσόν των χρημάτων, εννοείται, πως δεν το έμαθε ποτέ η κυρία Παναγιώτα. Ήταν από τα δικά του χρήματα, τα οποία είχε βάλει στην άκρη από τις δουλειές που έκανε στα λίγα προηγούμενα χρόνια. Τώρα είναι ευχαριστημένος από τη δουλειά του και δεν μετάνιωσε για εκείνη τη χειρονομία του. Εδώ γνώρισε πολλούς και αξιόλογους  ανθρώπους, οι οποίοι τον εκτιμούν και τον εμπιστεύονται. Είναι άνθρωποι επιχειρηματίες, οικογενειάρχες, επιστήμονες που μένουν εδώ ή έχουν τα γραφεία τους.  Με όλους αυτούς συνεργάζεται, συναλλάσσεται μαζί τους και  τους εξυπηρετεί με προθυμία. Σε αντάλλαγμα έχει την αγάπη τους, σχεδόν το σεβασμό τους προς το πρόσωπό του. Αυτό είναι που τον κρατάει ακόμα στη δουλειά, διαφορετικά θα μπορούσε να έχει βγει στη σύνταξη, αν υπολόγιζε και τα δύο χρόνια του στρατού. Καμιά φορά παραπονιέται όταν κάποιοι καθυστερούν να τον πληρώσουν, ιδιαίτερα μερικοί είναι κακοπληρωτές, αλλά τώρα τους γνωρίζει όλους πολύ καλά και βέβαια δεν έχει χάσει ποτέ τα λεφτά του.  «Ο κάθε άνθρωπος έχει τις σκοτούρες του και τα δικά του προβλήματα και τις δυσκολίες. Ε, είναι φυσικό να ξεχνιέται κιόλας καμιά φορά», τους δικαιολογεί.
«Α, ρε, και να μην το είχα πουλήσει», ξαναλέει ο θυρωρός κυρ Σταύρος και αναστενάζει. «Μπορεί τώρα να έμεινα στο Πανόραμα, μπορεί να είχα γίνει μεγάλος και τρανός ξενοδόχος, μπορεί να είχα ενοικιαζόμενα διαμερίσματα και να δούλευα μόνο έξη μήνες το χρόνο και να έμενα ακόμα στο χωριό εκεί στον καθαρό αέρα και όχι μέσα στο καυσαέριο της Τσιμισκή και της Βασιλίσσης Όλγας. Ένα σωρό διαφορετικά πράγματα θα ήταν δυνατόν να έχουν συμβεί. Αλλά το πούλησα στον κιτρινιάρη. Τι να έγινε άραγε εκείνος ο άνθρωπος, ούτε ρώτησα τότε, από πού κρατάει η σκούφια του. Τέλος πάντων, ας είναι καλά. Πάλι καλά είμαστι κι μεις», παρηγορήθηκε.
Θυμήθηκε πάλι την Παναγιώτα, που εδώ και λίγα χρόνια έχει γίνει ανυπόφορη. Κατ’ αρχήν ζυγίζει πάνω από εκατό κιλά και δεν θέλει να ακούσει ούτε για δίαιτα, ούτε για γιατρούς και ας είναι η πίεσή της ακατέβατη στα είκοσι και ας παίρνει με τη χούφτα καμιά δεκαριά χάπια την ημέρα. Άλλα για τη πίεση, άλλα για την καρδιά και άλλα για το ζάχαρο. Κάθε τόσο ο κυρ Σταύρος πηγαίνει στο ΙΚΑ και παίρνει τις συνταγές από τους γιατρούς. «Να κάν’ς ισύ δίητα, ιγώ παίρνου φάρμακα», δικαιολογείται, « θα πειράξουν το στομάχι μ’, αν δεν φάου κάτι τις». Αλλά δεν τρώει το κάτι τις, αυτή κατεβάζει τον αγλέωρα και φετάρες το  ψωμί.  Της έχει μείνει από τότε που ήταν πιτσιρίκα και η μάνα της τής έδινε να τρώει, σχεδόν κάθε μέρα,  μια μεγάλη φέτα ψωμιού πασπαλισμένη με ζάχαρη. Την έτρωγε ολόκληρη και ζητούσε και άλλη, αλλά ακολουθούσε άρνηση, αφού η καψερή η μάνα της είχε και άλλα πέντε παιδιά να χορτάσει.. «Ιγώ  έτσ’  μιγάλουσα», την ακούει να δικαιολογείται., λες και ο Σταύρος μεγάλωσε με παντεσπάνι. Υποφέρει από τα πόδια της, η καημένη. «Υποφέρου από τα πόδια μ’, τα γόνατά μ’ είναι συνεχώς πρησμένα, δεν τα ουρίζου και δε ξέρου πού να τα βάλω τις νύχτες», διαμαρτύρεται, όταν ο Σταύρος της μεταφέρει τις συμβουλές και τις εντολές των γιατρών. «Πρέπει να κινείται, να περπατάει καθημερινά και να κόψει το πολύ φαΐ, κύριε Σταύρο, διαφορετικά δεν πρόκειται να χάσει ούτε κιλό, οπότε  θα έχει άσχημο τέλος». Πού να ακούσει η Παναγιώτα. Αντί να συμμαζευτεί και να προσέχει άλλο τόσο ξεφεύγει και παρεκτρέπεται και επιπλέον τον αποπαίρνει και από πάνω. Τον μαλώνει και του λέει πως αργεί να επιστρέψει στο σπίτι, ότι την αφήνει μόνη της να υποφέρει και ότι μπεκρουλιάζει στο καφενείο κάθε βράδυ.  Δεν την αντέχει άλλο πλέον ο κυρ Σταύρος.
Γι’ αυτό κάθε απόγευμα, ύστερα από το λιτό μεσημεριανό του, κατά τις έξη φεύγει για το καφενείο της γειτονιάς του. Εκεί μαζεύονται όλοι οι γείτονες, συνήθως συνταξιούχοι δημόσιοι και δημοτικοί υπάλληλοι, δάσκαλοι, πρώην χωροφύλακες και οικοδόμοι. Έχουν γίνει φίλοι, γνωρίζονται πολύ καλά μεταξύ τους. Κάθονται με τις ώρες στο καφενείο, καπνίζουν, κουτσoπίνουν ούζο ή τσίπουρο και παίζουν χαρτιά, όπως παλιά στα χωριά τους. Οι περισσότεροι είναι από χωριά που ήρθαν εδώ από χρόνια. Περνούν την ώρα τους, σχολιάζουν τα γεγονότα της γειτονιάς και  κουτσομπολεύουν τους πάντες και τα πάντα, από τις νοικοκυρές ως τις νεαρές κοπέλες που τις ξέρουν από μωρά. Τις ζηλεύουν που μεγάλωσαν τόσο γρήγορα και έγιναν όμορφα κορίτσια της παντρειάς και που βγαίνουν πάντοτε αργά για διασκέδαση, την ώρα που οι ίδιοι επιστρέφουν στο σπίτι τους να κοιμηθούν νωρίς, μια και το πρωί, ξυπνούν από τα χαράματα, χωρίς να έχουν να κάνουν καμιά σπουδαία δουλειά. Συχνά διαφωνούν για τα πολιτικά, πιάνονται για τα χαρτιά ή για τα ποδοσφαιρικά και φωνάζουν με τις ώρες έως ότου επεμβαίνει ο καφετζής τους, ο κυρ Θόδωρος, που τους συνιστά ηρεμία και σιγά σιγά αποκαθίσταται η τάξη. Στον κύριο Θόδωρο πειθαρχούν περισσότερο, δε θέλουν να τον μπλέξουν με την αστυνομία.  Αν γίνει διατάραξη της κοινής ησυχίας, αυτός θα τραβιέται και είναι κρίμα, μεγάλοι άνθρωποι αυτοί, να δημιουργούν τέτοια προβλήματα. Καμιά φορά όμως κάτω από την επήρεια του τσίπουρου, το παρακάνουν, ανεβάζουν τους τόνους και φτάνουν στα άκρα, ξεστομίζοντας βρισιές και προσβλητικά λόγια. Τότε είναι που βγαίνουν στην επιφάνεια απωθημένα του ενός τόπου καταγωγής εναντίον του άλλου, της μιας περιοχής εναντίον της άλλης. Άντε, ρε παλιολλαδίτη, που ήρθες εδώ και  χόρτασες ψωμί ο ένας, άντε από δω, ρε Κριτίκαρε, να σχωρνάς τον Βενιζέλο που σ’ έκανε χωροφύλακα, ο άλλος.  Παγανέλι και οργανοπαίχτη ο ένας, σωματέμπορε ο άλλος, λόγια που ποτέ δεν θα τα ξεστόμιζαν σε στιγμές νηφαλιότητας. Παρόλα αυτά την άλλη μέρα τα ξεχνούν όλα, ξαναμονοιάζουν και στρώνονται πάλι στα χαρτιά.

Α, ρε, και να μην του είχα π’λήσ’, ούτι που θα τους πλησίαζα αυτούς όλους, ούτε που θα βλέπανε, τι Χριστούγεννα θα έκανα, ξαναλέει ο κυρ Σταύρος και σηκώνεται από το πόστο του. Είχε τελειώσει και το τρίτο τσιγάρο..         

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014


 Όταν βρέχει.

Είναι μια βροχερή μέρα σήμερα. Φυσάει και βρέχει καταρρακτωδώς. Η βροχή πέφτει με δύναμη  πάνω στις ταράτσες, πλευροκοπάει τα ντουβάρια, τις πόρτες και τα παράθυρα των πολυκατοικιών. Από την άγρια νύχτα με ξύπνησε ο  θόρυβος που κάνουν τα παντζούρια των απέναντι, καθώς ανοιγοκλείνουν κάθε τόσο από το λυσσαλέο φύσημα του νοτιά. Ο ήχος τους χαρακτηριστικός, βασανιστικός και επίμονος. Πολλές φορές είναι καταιγιστικός κράκ, κράκ κράκ…, σαν από ομοβροντία όπλων και άλλοτε μονήρης, κροταλλοειδής και παρατεταμένος. Δεν τα κλείνουν κι αυτοί οι χριστιανοί αποβραδίς, τόσο πολύ φοβούνται το σκοτάδι;
Βρέχει και φυσάει, φυσάει και βρέχει.
Απολαμβάνω τη βροχή στα διαλείμματα, στην ανάπαυλα του ανέμου, τότε που οι χονδρές σταγόνες πέφτουν κάθετα πάνω στις μικρές λιμνούλες, που σχηματίζονται στα βαθουλώματα του μωσαϊκού, βαθουλώματα που είναι αποτέλεσμα των κακοτεχνιών και της πολυκαιρίας. Παρατηρώ το σχηματισμό των ομοιόμορφων φυσαλίδων, που σπάνοντας στη στιγμή δημιουργούν στην αρχή μικρούς κύκλους, και μεγαλύτερους στη συνέχεια, ώσπου και αυτοί να διασπαστούν και να χαθούν. Είναι σαν καλλονές που παρελαύνουν με τη  απαστράπτουσα ομορφιά τους πάνω στις πίστες της ομορφιάς και ύστερα εξαφανίζονται από του προσώπου της γης. Είναι τα φαντάσματα που πέρασαν απαρατήρητα, είναι τα σπιτικά που δεν θεμελιώθηκαν ποτέ, είναι οι ιδέες που ήρθαν και πέρασαν, χωρίς ποτέ να στεριώσουν. Είναι το παροδικό χάδι, είναι η ευλογία του Θεού σε τόπο που δεν την  δέχτηκε.
Όταν πάλι φυσάει, οι σταγόνες πέφτουν πάνω στο τζάμι και ζωγραφίζουν κάθε τόσο μικρά ποταμάκια που τρέχουν κατακόρυφα προς τα κάτω και πολλές φορές σβήνουν πριν φτάσουν στη θάλασσα, στο περβάζι του παραθυριού. Φανταστείτε πώς σχηματίζονται και μετασχηματίζονται, σχεδόν στη στιγμή αυτά τα βρόχινα ποταμάκια. Ενώνονται δυο τρεις, πέντε, έξη ή περισσότερες σταγόνες και να το ποταμάκι έτοιμο να κατευθύνεται με ταχύτητα προς τα κάτω σε ευθείες, ή σε τεθλασμένες γραμμές, αλλάζοντας συνεχώς κατεύθυνση. Στη βραχύβια πορείας τους τα ποταμάκια αυτά εμπλουτίζονται και από άλλες παρόμοιες δεσποσύνες, που βιαστικές, λες φοβισμένες, σπεύδουν και αυτές να ενωθούν μαζί τους, μήπως και διασώσουν την ύπαρξή τους από τη  βίαιη ώθηση του ανέμου. ’’Η ισχύς εν τη ενώσει’’, όμως  δεν ισχύει εδώ. Τα πάντα είναι παροδικά και  βραχύβια. Εκεί που το ποταμάκι πάει να σχηματιστεί και να μεγαλώσει, εξαφανίζεται στη στιγμή, ή μεταβάλλει τη μορφή και την πορεία του, καθώς ενώνεται με κάποιο άλλο, που ξετρελαμένο από τη λύσσα του ανέμου, χάνει τη ρότα του και έρχεται στην ίδια πορεία με εκείνο, που σχηματίστηκε πρώτο, Ύστερα ο δυνατός άνεμος τα διαλύει και τα δυο, μετατρέποντάς τα σε μια φευγαλέα νερένια επιφάνεια που οδηγείται γρήγορα προς τα πλάγια ή προς το κάτω και εκεί, πλατειάζοντας, χάνεται και αυτή.
Είναι απίστευτο ότι μπορείς να χαζεύεις με τις ώρες παρατηρώντας αυτό το  σκηνικό της συνεχούς δημιουργίας, της γρήγορης μεταβολής και της άμεσης εξαφάνισης, προτού καν προφτάσεις να συλλάβεις τη μορφή, αυτών των απίθανων σχημάτων που σχηματίζει η βροχή. Ο θυμωμένος θεός, ο άνεμος, τα αναγκάζει να κατευθύνονται άτακτα πάνω στη γυάλινη επιφάνεια και να διαλύονται στη στιγμή.
   
Όταν ήμουν μικρός, τέτοιες στιγμές περνούσα πάλι μπροστά στο παράθυρο του αγροτικού μας σπιτιού και παρατηρούσα τα μικρά ποταμάκια που κατηφόριζαν προς τη χωμάτινη αυλή μας και κατέληγαν στη λιμνούλα που γρήγορα σχηματιζόταν μπροστά από την εξώπορτά μας.  Μέσα σε λίγη ώρα η λιμνούλα μεγάλωνε και οι χονδρές σταγόνες της βροχής δημιουργούσαν πάνω της πανομοιότυπες φυσαλίδες κι αυτές παρόμοιους βραχύβιους κύκλους. Θυμάμαι το φόβο που είχαν οι μεγάλοι, μήπως μεγαλώσει πολύ η λιμνούλα, οπότε το νερό θα έμπαινε μέσα στο σπίτι μας. Για το λόγο αυτό ο πατέρας μου, όταν έβλεπε να δυναμώνει η βροχή και να συνεχίζεται για πολύ, έβγαινε έξω, κουκουλωμένος  με την κουκούλα του παλιού αδιάβροχου, κατάλοιπου της εφτάχρονης υπηρεσίας του στο στρατό και με το φτυάρι άνοιγε ένα αυλάκι, ώστε το νερό να βρίσκει διέξοδο προς το περιβόλι μας που περιέβαλε το σπίτι μας. Δυο τρεις φορές παραλίγο να πλημμυρίσουμε.
Τότε, στα μικρά μου χρόνια,  μου άρεσε να βγαίνω έξω και να περπατώ μέσα στη βροχή, να τρέχω και να πλατσουρίζω μέσα στα νερά και μέσα στις λάσπες. Μου άρεσε που η βροχή χτυπούσε το κατακόκκινο σαν παπαρούνα πρόσωπό μου, τη στιγμή που μια ευχάριστη ζεστασιά, η ζεστασιά της νιότης, απλωνόταν όχι μόνο στο πρόσωπο, αλλά σε όλο μου το κορμί.  Μου άρεσε η κόντρα που είχα με το δυνατό και κρύο άνεμο. Δεν θυμάμαι να με νίκησε ποτέ. Ούτε με ένοιαζε καθόλου που η βροχή μούσκευε τα μαλλιά μου και που τα μικρά ρυάκια της, κυλούσαν προς το λαιμό, προς το στήθος και προς  την πλάτη μου. Έτσι νότιζε τα ρούχα μου και από μέσα και γίνονταν βαριά σαν μολύβι. Δεν καταλάβαινα τίποτε, δεν φοβόμουν το μουσκίδι ούτε το κρύο που με διαπερνούσε ως το κόκαλο, ούτε και τον αέρα που πρόβαλε ισχυρή αντίσταση στο περπάτημά μου και με απειλούσε και με φοβέριζε  και με τη δυνατή βουή στα αυτιά μου,  μου έλεγε να λογικευτώ και επιστρέψω πίσω, βρίσκοντας καταφύγιο κάτω από το κεραμίδι. Απτόητος συνέχιζα να μάχομαι, να κουράζομαι, να πασχίζω χωρίς να υποχωρώ. Που θα πάει, έλεγα, μπόρα είναι, θα περάσει. Θα φύγει και σίγουρα θα ξανάρθει, ίσως με άλλη μορφή. Θα ξανάρθει να με προκαλέσει πάλι, να δοκιμάσει τις αντοχές μου. Θα αντισταθώ πάλι, θα παλέψω πάλι, θα επιμένω, γιατί θέλω πολύ να την νικήσω ολοκληρωτικά, να μην την αφήσω να νομίζει, πώς μπορεί να κερδίζει εύκολες νίκες. Αυτά έλεγα από μέσα μου.
Σήμερα που βρέχει, ακούω τη βροχή που χτυπάει με δύναμη την οικοδομή από όλες τις πλευρές και βλέπω να δυναμώνει συνεχώς σχηματίζοντας ρυάκια, ποταμάκια και λιμνούλες παντού. Το μυαλό μου, συνειρμικά, πάει στα ακραία καιρικά φαινόμενα. Με τέτοια καταρρακτώδη βροχή υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να σπάσει κάποιο ρείθρο, όπως θα έσπανε η λιμνούλα μπροστά από το σπίτι μας, να ξεχειλίσει κάποιος μπαζωμένος χείμαρρος και να γίνει το κακό, να πλημμυρίσουν τα πάντα. Το είδαμε την άλλη φορά, όταν δρόμοι έγιναν ποτάμια, και γήπεδα, οικόπεδα και χωράφια μετατράπηκαν σε λίμνες, όταν καταστήματα και υπόγεια πλημμύρισαν και χάθηκαν περιουσίες  στο άψε σβήσε. Κάποιοι έχασαν και τη ζωή τους.
Ακούω να πέφτει η βροχή συνεχώς και με πιάνει φόβος, μήπως, από τα σκουπίδια και τα πολλά νάιλον που είναι πεταγμένα παντού, βουλώσουν οι αποχετεύσεις. Φοβούμαι, μήπως οι υδρορροές της ταράτσας δεν απορροφήσουν την υπερβολική ποσότητα νερού, την οποία κανένας δεν  υπολόγισε, πόση θα είναι σε περίπτωση ακραίων καιρικών φαινομένων. Αν όλα αυτά συμβούν η ταράτσα θα ξεχειλίσει από το νερό, θα πλημμυρίσει το ρετιρέ και ύστερα όλα τα διαμερίσματα και το νερό θα τρέξει από τις σκάλες και θα νοτίσει ολόκληρη την πολυκατοικία.
Ακούω να πέφτει η βροχή με την ίδια ένταση και να φυσάει δυνατά ο άνεμος, και μένω μέσα. Φοβάμαι τώρα, φοβάμαι να βγω έξω, να γίνω μούσκεμα, να αντιμετωπίσω τα φαινόμενα, όπως τότε. Φοβάμαι, μήπως συμβούν όλα αυτά που σας είπα. Δεν βγαίνω έξω και για έναν άλλο σοβαρότερο λόγο. Μένω μέσα συνειδητά, μην χάσω κάτι από τα κεκτημένα και το σαρκίο μου, το τόσο αδύνατο, το  τόσο υπερτιμημένο τώρα, σε σύγκριση με το τότε, τότε που ήμουν παιδί. 

         15-02-05           

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

      
        Η Χρυσόσκονη

Είναι μέρες τώρα, που ψάχνομαι.
Είναι μέρες που η αδέκαστη λογική
διατάζει τα αδύνατα φτυάρια της μνήμης 
πιο βαθιά να σκάψουν μέσα μου.

Ανασκαλεύω τα συρτάρια της μνήμης μου,
μήπως ανακαλύψω κάπου τη χρυσόσκονη
να πασπαλίσω μ΄ αυτή τις σκουριασμένες ιδέες,
όπως άλλοι το κάνουν, σαν μόδα.

Σκάβω, τσαπίζω βαθιά και ματώνω.
Ξεδιαλέγω και ύστερα πάλι απορρίπτω.
Όσο κι αν προσπαθώ πουθενά
δεν την βρίσκω.

Τέλειωσε πια η χρυσόσκονη. …….
 Γυμνές οι ιδέες φωτίζονται καλύτερα.


                                    Θεσσαλονίκη 09/04/2005  


Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014



                              Η Μπουκαδούρα.


Πάνω απ΄ τα βράχια τα στεγνά, τότε που ήμασταν παιδιά,
κορμιά ηλιοκαμένα,
μετρούσαμε τα κύματα, τα κύματα  που δίνανε αμέτρητα φιλιά, φιλιά εις τη στεριά.

Και όταν μεγαλώσαμε και μάθαμε το χάρτη,
τότε επαληθεύτηκε, πώς ήτανε αλήθεια,
πώς τα φιλιά ερχότανε κάτω απ’ τα νησιά.

Νησιωτοπούλες τα’  στελναν  σε μας αληθινά.
Με το νοτιά τα στέλνανε ανώνυμα, κρυφά.
Με το βοριά  απαντούσαμε, εμείς εις τα τυφλά.

Φύσα, νοτιά μου, φύσαγε, νοτιά απ’ το Αιγαίο,
γιατί η δική σου η πνοή με κάνει πάλι νέο.


                                              Ιούλιος 2002.
Η παλιά Φωτογραφία.              
  
Κρατώ ακόμα εκείνη την παλιά φωτογραφία,
(όχι ανέξοδο λάφυρο της ψυχής μου),
εκείνη στην οποία ανέμελα γελούσες.
Ήτανε τότε, θυμάσαι, που εσύ ακόμα δεν πονούσες.

Βλέπω το αυθόρμητο γέλιο της απέραντης χαράς σου,
(δώρο της νιότης, της ξενοιασιάς και του έρωτα),
που στιγμιαία τυπώθηκε, αναλλοίωτο,
αιώνια ζωή και κίνηση, ¨ακίνητη¨, να δώσει στο άψυχο χαρτί.

Η ευτυχία, ανυποψίαστη, φώλιαζε στον κόρφο σου,
(αμφίβολες προσμονές και φρούδες ελπίδες),
προδομένη απ’ το γρήγορο ρυθμό της καρδιάς,
απ’ τον αυθορμητισμό της άγουρης ηλικίας.

Πασχίζω να φανταστώ την τωρινή μορφή σου
Όπως και του φόντου τις αλλαγές,
(του κόσμου εκείνου, του αλλοτινού),
που παγωμένος, πλαισιώνει ακόμα, ίδιος πάντα,
εκείνη την παλιά φωτογραφία.
     
Θεσσαλονίκη  08-10-04


Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

Η Ελλαδα ποτέ δεν πεθαίνει.


                                 
                Η οικονομική κρίση στην οποία μας οδήγησε η αλόγιστη συμπεριφορά όλων μας και κυρίως η ανικανότητα των πολιτικών μας, έφερε τη φτώχεια και την εθνική κατάθλιψη. Έχουν δίκιο να μας κατακρίνουν και να μας «τιμωρούν» οι εταίροι μας στην Ευρώπη και όλοι «οι φίλοι μας» ανά την υφήλιο. Μας κατηγορούν οι  πολιτικοί των άλλων χωρών, οι τράπεζες και οι οικονομικοί κύκλοι που εξυπηρετούν παγκόσμια οικονομικά συμφέροντα. Κοντά σε αυτούς μας κατηγορεί και η παγκόσμια κοινή γνώμη όπως και εκείνοι που μας δανείζουν.
                Ευτυχώς κάποιοι, λίγοι επιστήμονες, μελετούν και μαθαίνουν την μακραίωνη  Ιστορία της πατρίδας μας, μένουν έκθαμβοι από αυτήν και πάνω στον ενθουσιασμό τους, κάπου- κάπου, κοινοποιούν τα συμπεράσματα των μελετών τους.  Όλοι αυτοί ισχυρίζονται, πως γενικά η συμβολή της Ελλάδας στον παγκόσμιο Πολιτισμό και στην πρόοδο της ανθρωπότητας είναι ανυπολόγιστη και αναντικατάστατη. Τότε, εμείς οι νεοέλληνες νιώθουμε υπερήφανοι, ξεπερνάμε τη μελαγχολία μας και στηριζόμενοι, δυστυχώς, στα κατορθώματα των προγόνων μας,  συνεχίζουμε τη ζωή μας στο ίδιο λανθασμένο μοτίβο, αμετανόητοι. Αυτό το τελευταίο το γνωρίζουμε όλοι. Δεν θα ήθελα εδώ να επεκταθώ περισσότερο στην εθνική τύφλα που από ανέκαθεν μας δέρνει, ούτε και στα αιώνια μειονεκτήματα της φυλής μας, που όχι μόνο μια φορά, αλλά πολλές φορές, μας έχουν οδηγήσει στο χείλος του γκρεμού. Σκοπός μου είναι να καταστήσω γνωστά σε περισσότερους Έλληνες,  όσα έγραψε για τη συμβολή της Πατρίδα μας στο παγκόσμιο γίγνεσθαι ο λογοτέχνης και ερευνητής Αμερικανός Robert Naiemy και τα οποία δημοσιεύονται στην εφημερίδα «Φωνή». Ο τίτλος του άρθρου του είναι: «ΔΙΑΓΡΑΨΤΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ,  ΑΝ ΤΟΛΜΑΤΕ», και στο οποίο γράψει:
                Γκρεμίστε όλη την Ελλάδα σε βάθος 100 μέτρων. Αδειάστε όλα τα μουσεία σας ανά τον κόσμο. Γκρεμίστε κάθε Ελληνικό από όλο τον πλανήτη. Έπειτα σβήστε την Ελληνική γλώσσα από παντού: Από την Ιατρική της χώρας σας, από τη φαρμακευτική. Από τα ανώτερα μαθηματικά (γεωμετρία, άλγεβρα). Από τη Φυσική και από τη χημεία. Από την Αστρονομία, από την αστροφυσική. Από την πολιτική της χώρας σας. Από την καθημερινότητά σας.
                Διαγράψτε και τα απλά μαθηματικά, διαγράψτε κάθε σχήμα. Κάντε το τρίγωνο-οκτάγωνο, την ευθεία καμπύλη. Σβήστε τη γεωμετρία από τα κτίρια σας, από τους δρόμους σας, τα παιχνίδια σας, τα αμάξια σας, σβήστε την ονομασία κάθε ασθένειας και κάθε φαρμάκου, διαγράψτε τη Δημοκρατία και την Πολιτική, διαγράψτε τη βαρύτητα και φέρτε το πάνω κάτω. Αλλάξτε τους δορυφόρους σας ώστε να έχουν τετράγωνη τροχιά, αλλάξτε όλα τα βιβλία σας (γιατί παντού θα υπάρχει έστω μια λέξη Ελληνική), σβήστε από την καθημερινότητά σας κάθε Ελληνική λέξη, αλλάξτε τα ευαγγέλια, αλλάξτε το όνομα του Χριστού, (κι’ αυτό βγαίνει από τα Ελληνικά και σημαίνει αυτός που έχει το χρίσμα), αλλάξτε και το σχήμα κάθε ναού (ώστε να χάσει την Ελληνική γεωμετρία), σβήστε τον Μέγα Αλέξανδρο, σβήστε τους Μυθικούς και Ιστορικούς ήρωες, αλλάξτε την παιδεία σας, αλλάξτε το όνομα της Ιστορίας, αλλάξτε τα ονόματα στα πανεπιστήμιά σας, αλλάξτε τον τρόπο γραφής σας, χρησιμοποιείστε τον αραβικό, διαγράψτε τη φιλοσοφία, διαγράψτε, διαγράψτε, διαγράψτε.  Θα πείτε…,« δεν γίνεται».
                Σωστά δεν γίνεται, γιατί μετά δεν θα μπορείτε να στεριώσετε ούτε πρόταση!
Δεν γίνεται να σβήσει η ΕΛΛΑΔΑ, ο ΕΛΛΗΝΑΣ, η προσφορά του πάνω σε αυτόν τον πλανήτη.
Η Πρόκληση πάντως ισχύει.
                Αυτά γράφει για την Ελλάδα και τους Έλληνες ο Αμερικανός συγγραφέας και δεν πιστεύω να αμφισβητούνται από κανέναν. Αν τολμήσει ποτέ η παγκόσμια κοινότητα να αλλάξει, έστω ελάχιστα από  τα παραπάνω, θα προκύψει μια παγκόσμια Βαβέλ, μια παγκόσμια σύγχυση και οπισθοδρόμηση σε όλους τους τομείς των Επιστημών και του Πολιτισμού. Το δυσάρεστο για μας τους σύγχρονους Έλληνες είναι ότι αυτή η αναγνωρισμένη τεράστια συμβολή της Πατρίδας μας στηρίζεται κυρίως στα επιτεύγματα των αρχαίων Ελλήνων, που δεν άφησαν τίποτε απολύτως ανεξιχνίαστο. Τα σπούδασαν και έδωσαν απαντήσεις και λύσεις για όλα. Και όλες οι γνώσεις τους και τα επιτεύγματά τους, έχουν διαποτίσει όλες τις εκδηλώσεις του Πολιτισμού και των Επιστημών όλων των λαών ανά τους αιώνες. Εκεί τις ανευρίσκουν οι μελετητές του κόσμου και μένουν εκστατικοί. Αυτό το γεγονός φέρνει σε εκνευρισμό και αμηχανία πολλούς διανοούμενους του κόσμου που δυσανασχετούν, γιατί δεν βρίσκουν να προσθέσουν κάτι δικό τους, κάτι που δεν το έχουν πει οι Έλληνες. Αυτό έκανε και τον Γκαίτε να αναφωνήσει εξορισμένος: «Καταραμένε Έλληνα ανακάλυψες τα πάντα, φιλοσοφία, γεωμετρία, φυσική, αστρονομία…, δεν άφησες τίποτε για εμάς».
                Τέτοια μεγάλα λόγια λένε οι ξένοι διανοούμενοι για μας και εμείς, αντί να συνεχίσουμε το έργο των προγόνων μας και να τους ξεπεράσουμε, αδικήσαμε τους εαυτούς μας και οδηγήσαμε την Πατρίδα μας σε ανίσχυρο συντελεστή της εξέλιξης των παγκόσμιων πραγμάτων. Δικαιολογούμαστε πως μας αδίκησε η Ιστορία. Λησμονούμε όμως, ή δεν παραδεχόμαστε, πως την Ιστορία τη γράψαμε εμείς και δυστυχώς με τα δικά μας λάθη (σε κάθε κρίσιμη ιστορική στιγμή υπήρξαν οι εφιάλτες και οι ανίκανοι) την οδηγήσαμε σε ήττες και συμφορές. Δεν μας εκδικείται λοιπόν η Ιστορία, μόνοι μας βγάλαμε τα μάτια μας. Αντίθετα πάμπολλες άλλες φορές που δείξαμε ομοψυχία και πίστη αποδείξαμε περίτρανα την πραγματική μας αξία και δοξάσαμε την Πατρίδα μας.  Δεν απομένει, λοιπόν, τίποτε άλλο να κάνουμε,  παρά να διδαχτούμε από τα μεγάλα λάθη του παρελθόντος και να μιμηθούμε τους αρχαίους Έλληνας στο φρόνημα, στο πνεύμα και στη δημιουργικότητα. Τότε ίσως να βρούμε  το δρόμο μας, να ξεπεράσουμε τις οποιεσδήποτε δυσκολίες και να πρωταγωνιστήσουμε και πάλι στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.
                                                   17-01-2014                                                         G.D.                            

Προσθήκες  Χωρίς ελευθερία τι θα ήσουνα, ω Ελλάδα! Χωρίς εσένα Ελλάδα, τι θα ο κόσμος!¨
Τι λαχταρώ ποίηση, θέατρο, επιστήμη,φιλοσοφία, αρχιτεκτονική, Ιατρική, δημοκρατία, ισονομία, ισοπολιτεία, ό,τι και αν αναζητώ μπροστάρης είσαι εσύ και αξεπέραστος. (Σίλλερ)